γαττόλυσσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαττόλυσσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαττόλυσσα ἡ, ᾽Αθῆν. Πειρ. κ.ἀ. γαττό’σσα Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ. ) κατσόλυσσα Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γάττα ἤ γάττος καὶ λύσσα.
Σημασιολογία
1) Ἡ λύσσα τῶν γαλῶν ἔνθ’ ἀν. : Μὴν πιˬάνῃς τὴ γάττα, θὰ κολλήσῃς γαττόλυσσα! (ἀπαγορευτικὴ συμβουλὴ εἰς παιδίον πρὸς ἐκφοβισμόν) ’Αθῆν. κ.ἀ. Ἔπισι γαττό’σσα τοὺ καλουκαίρ’ κὶ λύσσιˬαξαν οὕλες οἱ γάττες τ᾽ χουριˬοῦ Εὔβ.(Ἄκρ.) || Φρ. Πεινόλυσσα καὶ κατσόλυσσα νὰ σὲ πιˬάσῃ! (ἀρὰ ἄνευ σημασίας πρὸς παιδίον παραπονούμενον συχνὰ ὅτι πεινᾷ) Πελοπν. (Γαργαλ.) 2) Συνεκδ., ἡ μετὰ πονηρίας καὶ θράσους διαπράττουσα ζημίας, ἡ οἱονεὶ λυσσῶσα, γαλῆ Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.): ᾿΄Εχουμι ᾽νιˬὰ γαττό’σσα π᾿ δὲ τζ’ γλυτώ’ τίπουτα Ἄκρ. Εἴχαμι ’γά’ τυρὶ ’ς τοῦ διρμάτ’ κὶ μπῆκι κεί’ ἡ γαττό’σσα τ᾿ς ’τό'σσας κὶ τό ’φαε αὐτόθ. Ψίτ! γαττό’σσα! (πρὸς γαλῆν ἐπιχειροῦσαν νὰ ἁρπάσῃ τι) αὐτόθ. Συνών. λυσσόγαττα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA