βόλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βόλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βόλι τό, βόλιˬο Κεφαλλ. βόλιν Πόντ. (Οἰν.) βόλι κοιν. βό’ βόρ. ἰδιώμ. βουλὶ Στερελλ. Τῆν. β’λὶ Τῆν. σβόλι Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Δημητσάν. Καλάμ.) κ.ἀ. σβό’ Ἤπ. Μακεδ. (Βελβ. Φλόρ.) Στερελλ. (Ἄμφ.) σβολὶ Κεφαλλ. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Πελοπν. (Αἴγ. Γέρμ.) Στερελλ. (Ἄμφ.) σβουλὶ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) ζιβόλι Τσακων. ζιβολὶ Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. βόλιον=κύβος. Τὸ ζιβόλι ἐκ τοῦ σβόλι κατ᾿ ἀνάπτυξιν τοῦ συνοδίτου φθόγγου ι.
Σημασιολογία
1) Σφαῖρα ἐκ λίθου ἢ σιδήρου χρησιμοποιουμένη εἰς τὴν σφαιροβολίαν πολλαχ.: Παίζω -ρίχνω βόλι. β) Πρᾶγμα σφαιρικὸν ἢ παραπλησίου σχήματος πολλαχ. καὶ Τσακων.: Ἕνα σβόλι τυρὶ Ἀνδροῦσ. Δημητσάν. Καλάμ. Ἕνα σβολὶ ζάχαρι Αἴγ. Κεφαλλ. Συνών. βολάρι. γ) Μετων. ἄνθρωπος, μικρόσωμος Μακεδ. (Θεσσαλον.) Πβ. βολάκος. 2) Σφαῖρα μικρὰ ἐξ ὑάλου ἢ ἄλλης ὕλης, διὰ τῆς ὁποίας παίζουν οἱ παῖδες πολλαχ.: Φρ. Παίζω τὰ βόλιˬα (παίζω τὴν παιδιὰν τῶν πεντοβόλων) πολλαχ. Συνών. ἀλεκατρίδα. Ὑπὸ τὸν τύπ βόλιˬο τῆς μάννας, ὁ πρῶτος λίθος τῆς παιδιᾶς τῶν πεντοβόλων, βόλιˬο τοῦ κούκου, ὁ δεύτερος λίθος καὶ βόλιˬο τῶν πουλλιˬῶνε, ὁ τρίτος λίθος Κεφαλλ. β) Τὸ βλῆμα παντὸς πυροβόλου ὅπλου κοιν.: Ἕνα βόλι τὸν χτύπησε ‘ς τὸ στῆθος. Τὸν ἔφαγε τὸ βόλι. Σφύριξε ’ς τ’ ἀφτί μου τὸ βόλι. Πέφτουν βροχὴ τὰ βόλιˬα κοιν. || Φρ. Κακὸ βόλι (ἀποτελεσματικόν, θανατηφόρον) πολλαχ. Φυτεύω βόλι (πληγώνω) Λεξ. Βλαστ. 341 Ποτίζω βόλιˬα (στενοχωρῶ, λυπῶ, συνών. φρ. ποτίζω φαρμάκιˬα) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Τοῦ Θεοῦ τὸ βόλι (ὁ κεραυνὸς) ΜΛελέκ. Ἐπιδόρπ. 207 Ἕνα βόλι μακρεˬὰ (εἰς ἀπόστασιν βολῆς πυροβόλου ὅπλου, συνών. φρ. μιὰ τουφεκεˬὰ μακρεˬὰ) Α’Εφταλ. Μαζώχτρ. 118 Τὴν ἔκαμι βό’ (ἔφαγε κατὰ κόρον, ὥστε ἐξωγκώθη ἡ κοιλία του ὡς σφαῖρα, συνών. φρ. τὴν ἔκαμε τόπι) Στερελλ. (Δεσφ.) Τὰ σκάγιˬα πάνε βόλι (συγκεντρωμένα ὡς ἕνα βλῆμα) Πελοπν. (Καρυὰ Κορινθ.) || Παροιμ. φρ. Τὸ βόλι μέρες δὲν κόβει (ἐπὶ τοῦ φυλαττομένου ὑπὸ τῆς τύχης) Πελοπν. (Λακων.) || Παροιμ. ᾽Αλλοῦ βροντοῦν οἱ κανονεˬὲς κιˬ ἀλλοῦ χτυποῦν τὰ βόλιˬα (ὅταν ἄλλος πταίῃ καὶ ἄλλος τιμωρῆται) Λακων. || Γνωμ. Καλύτερα νὰ σὲ περάσῃ βόλι παρὰ κατάρα, τὸ βόλι φεύγει κ᾿ ἡ κατάρα μένει Αἴγιν. γ)Ἡ ἶρις τοῦ ὀφθαλμοῦ Θρᾴκ.: Τὸ βό’ τοῦ ματιˬοῦ. 3) Παραθαλασσία ψῆφος Ζάκ. Θρᾴκ. Κύθηρ. Κύθν. Τῆν. Χίος κ.ἀ. Συνών. βολάκι 2, βότσαλο. 4) Λίθος σφαιρικὸς χρησιμεύων εἰς θραῦσιν σκληρῶν πραγμάτων Ἰων. (Κρήν.) Τῆν. 5) Ὁ κόπανος τοῦ ἰγδίου Μεγίστ. Συνών. βόλος Α 12, γουδοχέρι. 6) Τὸ πλῆκτρον κώδωνος Πάρ. Συνών. βαρίδι 3. 7) Τὸ κινητὸν ἀντίβαρον τοῦ ζυγοῦ Κρήτ. Συνών. βαρίδι 1. β) Πληθ., οἱ ὄρχεις Χίος. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρχίδι 1, ἔτι δὲ βαρίδι 1 δ. 8) Μέγας κύλινδρος ἐκ λίθου, διὰ τοῦ ὁποίου ἰσοπεδώνουν καὶ στρώνουν τὰς χωματοσκεπεῖς στέγας διὰ νὰ καταστοῦν ἀδιαπέραστοι ὑπὸ τῆς βροχῆς Ἄνδρ. 9) Ὁ ἀλέτης λίθος τοῦ μύλου ἢ τοῦ ἐλαιοτριβείου Ἄνδρ. Εὔβ. (Κάρυστ. Πλατανιστ.) 10) Σιδηρᾶ σφαῖρα, ἐπὶ τῆς ὁποίας περιστρέφεται τὸ κεντρὶ τῆς φτερωτῆς τοῦ ὑδρομύλου Πελοπν. (Βούρβουρ.) ΧΙ) Κέρδος ἀνελπιστον, εὕρημα Πόντ. (Οἰν.) Ἡ λ. κατὰ πληθ. Βόλιˬα ὡς τοπων. Εὔβ. Ἤπ. Μῆλ. Πβ. βόλος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA