βολιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βολιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βολιˬάζω (Ι) κοιν. βουλιˬάζου βόρ. ἰδιώμ. βολgιˬάζω Ρόδ. βολιˬάν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) σβολιˬάζω πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βόλος, παρ’ ὃ καὶ σβόλος, ὅθεν ὁ τύπ. σβολιˬάζω.
Σημασιολογία
1)Βολάζω Α 1, ὃ ἰδ., Νάξ. Χάλκ.-Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. 2) Πλήττω τὴν θάλασσαν μὲ τὴν βολαχτῆραν ἢ ρίπτω λίθους περὶ τὰ δίκτυα διὰ νὰ πτοηθοῦν οἱ ἰχθύες καὶ νὰ ἐμπέσουν εἰς αὐτὰ Κάρπ. Χάλκ.-Λεξ. Δημητρ. 3) Μεταβάλλομαι εἰς θρόμβους κοιν.: Βόλιˬασε ἡ ζύμη-ἡ σούπα κττ. Βόλιˬασαν τὰ μακαρόνιˬα κοιν. β) Σχηματοποιοῦμαι εἰς βόλον Ἀμοργ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ.: Ἤρχεψε νὰ βολιˬάζῃ τὸ βυζὶ τοῦ κοριτσιˬοῦ Ἀπύρανθ. 4) Μετοχ. βολιˬασμένος, ὥριμος Χίος: Σῦκα βολιˬασμένα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA