ἀραχνιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραχνιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀραχνιˬὰ ἡ, (ΙΙ) Μακεδ. Μύκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. ’ραχνιˬὰ Μακεδ. (Καστορ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄραχνος.

Σημασιολογία

1) Δυστυχία, συμφορὰ ἔνθ᾽ ἀν.: Φρ. ’Αραχνιˬά μου καὶ σκοτεινιˬά μου! (ἐπὶ μεγάλης συμφορᾶς) Ἀρκαδ. Τὸνε φωτίζει ἡ ἀραχνιˬά του (τὸν ἐξωθεῖ ἡ δυστυχία του νὰ κάμῃ τοῦτο ἢ ἐκεῖνο) Μύκ. Συνών. συφορά. 2) Πενία Μακεδ. (Καστορ.): ᾎσμ. Κοίταξε τὰ παρτάλιˬα σου | ψῖχα καὶ τὴ ’ραχνιˬά σου. Συνών. φτώχε͜ια.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/