βολίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βολίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βολίζω Κρήτ. (Κατσιδ.)-Λεξ. Δεὲκ Βλαστ. 310 Δημητρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. βολίζω=μετρῶ τὸ βάθος τῆς θαλάσσης.
Σημασιολογία
1) Βολάζω Α 1, ὃ ἰδ., Λεξ. Δεὲκ Βλαστ. 310 Δημητρ. 2) Βολάζω Α 2, ἰδ., Λεξ. Βλαστ. 310 3) Περνῶ κατὰ τὸν ἁλωνισμὸν τὰ χονδρὰ ἄχυρα ἀπὸ τὸ εἰδικὸν κόσκινον βολίστην διὰ νὰ χωρισθῇ ὁ σῖτος Κρήτ. (Κατσιδ.): Βόλισε τσοὶ κοντύλους νὰ διαχωρίσῃ τὸ στάρι ἁπού ’χουνε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA