γαττόμαλλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαττόμαλλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαττόμαλλο τό, ἀμάρτ. γατσόμαλλου Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν κ.ἀ.) Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Αράχ. Γραν. Τριχων. Ὑπάτ. κ.ἀ.) κατσόμαλλο Πελοπν. (Γορτυν. Δημητσ. Δυρράχ. Μεσσ. Τριφυλ κ.ἀ.) κασόμαλλο Μύκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γαττὶ καὶ μαλλί.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἰσχνὸν καὶ ἄχρουν τρίχωμα τοῦ προσώπου καὶ τοῦ αὐχένος (ἐπὶ παίδων ἡβώντων ἢ ἐνηλίκων ἀσθενούντων ἢ ἄλλως δυστυχούντων ἢ καὶ πασχόντων ἐξ ὑπερβολικοῦ ψύχους) Ἤπ. Πελοπν. (Γορτυν. Δημητσ. Δυρράχ. Μεσσ. Τριφυλ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. ’Αράχ. Γραν. Τριχων.Ὑπάτ. κ.ἀ.) : Πέταξι ᾿νιˬά π’θαμὴ γατσόμαλλου ἀπ’ τοὺ κρύου Τριχων. Ἔβγαλι γατσόμαλλα τοὺ πρόσουπου σ’ Αἰτωλ. Κουρέψ’, οὐρέ, γιˬατὶ γιˬόμουσις γατσόμαλλα Γραν. Σηκώθηκε τὸ κατσόμαλλό του ἀπὸ τὴν πεῖνα Μεσσ. Συνών. γαττομαλλήθρα, γαττομαλλίδα, γαττότριχα 2) Τὸ βραχὺ καὶ δυσκατέργαστον ἔριον προβάτων ἢ αἰγῶν Εὔβ. (Ἄκρ.Ψαχν. κ.ἀ.) Μύκ. Πελοπν. (Γορτυν. κ.ἀ.) Στερελλ. (’Αράχ. Γραν. Τριχων. κ.ἀ. ) : Δὲ νέθουντι αὐτὰ τὰ γατσόμαλλα Ἄκρ. ᾽Αμ’ γατσόμαλλα νέθ’ς, κι᾽ μαδᾶνι ἔτσ’; ’Αράχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA