βολικώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βολικώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βολικώνω (Ι) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βολικός.

Σημασιολογία

Πλησιάζω τινὰ (ἡ λ. θὰ ἐσήμαινε κατ᾿ ἀρχὰς καθιστῶ τινα βολικόν, εὐπροσήγορον, προσιτόν):Μ᾿ ἐβολίκωσε καὶ κἄτι μοῦ ’πε. Δὲ dρομᾷ νὰ μὲ βολικώσῃ (dρομᾷ=τολμᾷ). Βολίκωσε νὰ ζὲ ποῦ μιˬὰ κουβέdα (ζὲ=σέ, ποῦ=πῶ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/