γαττομάτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαττομάτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαττομάτης ἐπίθ. Ἤπ. Πελοπν. (Σουδεν.) -Λεξ. Πρω. Δημητρ. γαττουμάτ’ς Μακεδ. (Καταφύγ.) Στερελλ. (Ἀράχ. Τριχων.) κατ-θομ-μάτης Σύμ. κατ-τόμ-ματος Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γάττα. παρ’ ὃ καὶ κάτ-τα καὶ κάτ-θα. καὶ μάτι.

Σημασιολογία

Σκωπτικῶς, ὁ ἔχων ὀφθαλμούς χρώματος κυανοῦ λίαν ἀνοικτοῦ, ὁμοιάζοντος πρὸς τὸ χρῶμα τῶν ὀφθαλμῶν τῆς γαλῆς ἔνθ’ ἀν. Συνών. γαττουλομάτης. Ἡ λ. καὶ ὡς παρων. Στερελλ. (Ἀράχ. Τριχων.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/