γαττονουρὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαττονουρὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαττονουρά ἡ, Ζάκ. κ.ἀ. -Λεξ. Π. Γενναδ., 968 Βλαστ. 463 Πρω. Δημητρ. γαττουνουρὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. γαττονορὰ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γάττα καὶ νουρά, δι’ ὃ ἰδ. οὐρά.
Σημασιολογία
1) Ἡ οὐρὰ τῆς γαλῆς Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.) 2) Τὸ φυτὸν τριφύλλιον τὸ στενόφυλλον (trifolium angustifolium), τῆς τάξεως τῶν ἐλλοβοκάρπων (leguminosae) Ζάκ. -Λεξ. Π. Γενναδ., ἔνθ’ ἀν. Βλαστ., ἔνθ’ ἀν. Πρω. Δημητρ. Συνών. γαττουλοκλάρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA