γαττόπαιδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαττόπαιδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαττόπαιδο τό, ἀμάρτ. κασόπαιδο Μύκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαττί, παρ’ ὃ καὶ κασί, καὶ παιδί.
Σημασιολογία
Τό ἰσχνὸν καὶ καχεκτικὸν παιδίον. Συνών. Γαττάγλειμμα, γαττοξέρασμα 3, γαττούλι, γαττουλόγλειμμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA