γαττοπατησιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαττοπατησιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαττοπατησιˬὰ ἡ Κεφαλλ. γαττουπατ’σιˬά Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Σιβίστ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γάττα καὶ πατησιˬά.
Σημασιολογία
1) Τὸ πάτημα, τὸ ἴχνος τῆς γαλῆς Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. : Εἶδα γαττουπατ’σιˬὲς ’ς τοῦ χιˬό’ κὶ κατάλαβα ποιˬός μ᾿ πῆρι τά π’λλιˬὰ ’π’ τοὺ κουτέτ’ Ἄκρ. Συνών. γαττάχναρο. 2) Τὸ μεταξὺ δύο ἀλλεπαλλήλων ἰχνῶν τῆς γαλῆς διάστημα Κεφαλλ.: Γνωμ. ᾽Απὁ τῆς Ἁγίας Ἄννας ἀξαί’ ἡ μέρα ’νιˬά γαττοπατησιˬὰ (δηλ. πολὺ ὀλίγον) 3) Μεταφ., εἶδος ἐδωδίμου ἀγριοχόρτου ὁμοιάζοντος πρὸς τὸ σέλινον Στερελλ. (Σιβίστ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA