ἄραχνος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄραχνος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄραχνος ἐπίθ. Ἀθῆν. Αἴγιν. Ἤπ. Κέρκ. Κρήτ. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βαμβακ. Βασαρ. Δημητσάν. Κόκκιν. Λακων. Λάστ. Μεσσ. Τριφυλ.) κ.ἀ. ἄραγνος Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Βούρβουρ.) ἄρανος Πελοπν. (Βούρβουρ. Μεσσ.) ἄραχλος Ἀθῆν. Ἤπ. Κωνπλ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Βρέσθ. Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Κορινθ. Κυνουρ. Λάστ. Μεγαλόπ. Παππούλ. Τεγ. Χατζ. κ.ἀ.) Σῦρ. (Ἐρμούπ.) -ΑΚαρκαβίτσ. Ζητιᾶν. 169 -Λεξ. Δημητρ. ἄραχλε Τσακων. ἀράχαλος Λεξ. Δημητρ. ἄραλος Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἄραχνους Ἤπ. Μακεδ. (Βελβ. Βέρ. Βλάστ. Νάουσ. Σισάν. κ.ἀ.) ἄραχλους Ἤπ. Θεσσ. κ.ἀ. ἀραχνὸς Ἄνδρ. Ἤπ. ἀραχλὸς ΓΣτρατήγ. Τραγούδ. τοῦ σπιτ. 92 ’ραχνὸς Μακεδ. (Κοζ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀραχνιˬάζω ὅπως καὶ ἄδε͜ιος ἐκ τοῦ ἀδειάζω κττ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾿Επιστ. ᾿Επετ. Πανεπ. 9 (1912/13) 21 καὶ Ἀκαδ. Ἀναγν. 3,164. Διὰ τὴν φωνητικὴν ἐξέλιξιν τῶν τύπ. ἄραχνος-ἄραγνος-ἄρανος πβ. τὸ ὅμοιον δραχμὴ-δραγμὴ-δραμὴ.

Σημασιολογία

1) Ὁ πλήρης ἀραχνίων Ἤπ. Κρήτ.: ᾎσμ. Καὶ σένα τρώει ἡ μαύρη γῆ καὶ τ᾿ ἄραχνο τὸ χῶμα (μοιρολ. Καλεῖται ἄραχνο τὸ χῶμα τοῦ τάφου ὡς ἔχον σχέσιν πρὸς τὸν ᾍδην, ὅστις παριστάνεται ἐν τῇ δημοτικῇ ποιήσει ὡς πλήρης ἀραχνίων. Πβ. ἀραχνιˬάζω Α1 Ἤπ. Συνών. ἀραχνωσμένος (ἰδ. *ἀραχνώνω). β) Μεταφ. ἐρειπωμένος ἔρημος Κρήτ. 2) Ὁ δύσμορφος, ἄμορφος καὶ ἐν καταστάσει ἀποσυνθέσεως εὑρισκόμενος, ἐπὶ νεκροῦ Ἤπ. Μακεδ. (Σισάν.) Πελοπν. κ.ἀ.: ᾌσμ. Κιˬ ἂν μ’ εὕρῃς ροδοκόκκινο, σκύψε καὶ φίλησέ με κιˬἄν μ’ εὕρῃς μαῦρο κιˬ ἄραχλο, τραύα καὶ σκέπασέ με (μοιρολ. Λόγοι νεκροῦ πρὸς τὸν οἰκεῖον) Πελοπν. Κιˬ ἂν μ’ εὕρῃς ἀσπροκόκκινο, σκύψε κιˬ ἀγκάλεˬασέ με, κιˬ ἂν μ’ εὕρῃς μαῦρο κιˬ ἀραχνό, τραύα καὶ σκέπασέ με Ἤπ. Ἄν εἶμι ἄσπρη κ᾿ ἔμουρφη, σκύψι κὶ φίλησέ μι κιˬ ἂν εἶμι μαύρη κιˬ ἄραχνη, τραύα κὶ σκέπασέ μι, τί ᾿μι μαύρη κὶ φουβᾶσι, ἄραχνη κι ἀνατριχιˬάζεις (τὶ=διότι) Σισάν. 3) Ὁ ἐλεεινὸς τὸ σῶμα Μακεδ. (Βλάστ.) β) Τὸ οὐδ. ἀραχνὸ οὐσ., τὸ σκωληκόβρωτον πτῶμα Ἤπ. 4) Δυστυχής, ἐλεεινός, οἰκτρός, συνεκφερόμενον πολλάκις μετὰ τοῦ συνων. ἐπιθ. μαῦρος πρὸς μεγαλυτέραν ἔξαρσιν τῆς σημ. Πολλαχ. καὶ Τσακων: Βρέ, κακὸ ποῦ μ’ εὗρε τὴν ἄραχνη! Δημητσάν. Τί νὰ σοῦ κάνῃ ὁ ἄραχνος! Ἀρκαδ. Ποῦ νὰ ξέρω ἐγὼ ἡ ἄραχνη! Βασαρ. Ἡ μαύρη κιˬ ἄραγνη, τί πέρασε μὲ ’φτοῦνο τὸ παιδὶ ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει! Ἀνδροῦσ. Τί νὰ κάμω ὁ ἄραχλος! Κυνουρ. Βρὲ τὸν ἄραχλο! Κλουτσινοχ. Τὴν ἄρανη, τί τραύιξε! Βούρβουρ. Ἄχ, ὁ ἄραλος! αὐτόθ. Ἀρχίνησαν τοὺς ἄραχλους τοὺς κουτσοὺς ’ς τὸ ξύλο (ἐκ παραδ.) Ἑρμούπ. Τύχη ἄτιμη καὶ ἄραχλη! ΑΚαρκαβίτσ. ἐνθ’ ἀν. Ἄφησε τὸν ἀράχαλο ᾽ς τὴν τύχη του Λεξ. Δημητρ. Ἀραχλὸ σπίτι (συνεκδοχικῶς ἀντὶ σπίτι ἄραχλων) ΓΣτρατήγ. ἔνθ’ ἀν. || Φρ. Μώρ’ μαύρη, μώρ’ ἄραχλη! Βουρβουρ. Μαῦρος, κιˬ ἄραχνος ἢ ἄραλος (δυστυχέστατος) πολλαχ. Μαῦρους κιˬ ἄραχνους Βελβ. Κριμασμένους κιˬ ἄραχλους Θεσσ. Μαῦρος κιˬ ἀραχνὸς Ἄνδρ. Κουβάνε τζ’ ἄραχλε! Τσακων. Μαύρη κιˬ ἄραχνη μοῖρα! (ὀνομάζεται ἄραχνη καὶ ἡ μοῖρα συνεκδ.) Λάστ. Μαύρη σου μοῖρα κιˬ ἄραχνη! Λακων. Μαύρη μοῖρα κιˬ ἄλαλη, μαύρη σου μοῖρα κιˬ ἄραχλη! (ἀρὰ) Πελοπν. || ᾎσμ. Νὰ ἦταν τὸ στῆθος μου γυˬαλὶ νὰ φαίνετ’ ἡ καρδιˬά μου πῶς εἶναι μαύρη καὶ ἄραχνη γιˬὰ σέ, παρηγοριˬά μου Λακων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/