βολτάγιˬο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βολτάγιˬο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βολτάγιˬο τό, ὡς ὅρος ναυτικὸς πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. voltaggio.

Σημασιολογία

Ἀναστροφὴ τοῦ πλοίου ὥστε τὰ ἱστία νὰ κολποῦνται ἀντιθέτως.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/