γαττότρυπα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαττότρυπα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γαττότρυπα ἡ, Κεφαλλ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γάττα καὶ τρῦπα.

Σημασιολογία

Μικρὰ ὀπή ἀνοιγομένη εἰς μίαν τῶν γωνιῶν τῆς θύρας (οἰκίας, ἀποθήκης, στάβλου, κλπ.), διὰ νὰ διέρχωνται αἱ γαλαῖ ἔνθ’ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. Κατ-θότρυπες Τῆλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/