γαττούδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαττούδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαττούδα ἡ, Θράκ. (Σουφλ.) καττούδα Καππ. (Σινασσ.) κατσούδα Πελοπν. (Μεσσ. Παππούλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάττα, παρ’ ὃ καὶ κάττα καὶ κάτσα, καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ούδα.
Σημασιολογία
1) Ἡ μικρὰ γαλῆ Θράκ. (Σουφλ.) Καππ. (Σινασσ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. γαττάκι 1. 2) Εἶδος ἀγριοχόρτου ἐδωδίμου Πελοπν. (Μεσσ. Παππούλ.) : Ἄε νὰ φᾷς κατσοῦδες, δὲν κάνεις γιˬὰ τίποτα Παππούλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA