ἀραχνοϋφαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραχνοϋφαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀραχνοϋφαίνω ἀμάρτ. ἀραχνοφαίνω ΙΠολέμ. Παλ. βιολ.4 87. Μετοχ. ἀραχνοϋφασμένος ΓΣουρῆ Ἅπαντ. 1,280 ΙΠολέμ. Χειμώνανθ.2 149.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀράχνη καὶ τοῦ ρ. ὑφαίνω.
Σημασιολογία
Ὑφαίνω τι λεπτοτάτης ὑφῆς ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ. Ἔφαινε κιˬ ἀραχνόφαινε σὲ μετάξινο ὑφάδι, ἔφαινε κιˬ ἀραχνόφαινε μιˬὰ προῖκα ζηλευτὴ ΙΠολεμ. Παλ. βιολ. ἔνθ’ ἀν. Μετοχ. 1) Ἀραχνοϋφὴς ΓΣουρῆς ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Πηδοῦν καὶ μπαλαρῖνες καμαρωτὲς κιˬ ἀφρᾶτες μὲ γυμνωμένα πόδιˬα καὶ γυμνωμένες πλάτες, ἀραχνοϋφασμένα φουστάνιˬα κυματίζουν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀράχνινος. 2) Ὁ ἀραιὸς τὴν σύστασιν ΙΠολέμ. Χειμώνανθ.2 ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Καὶ συννεφάκι ποῦ καὶ ποῦ ἀραχνοϋφασμένο ἁπλώνεται κατάλευκο καὶ λεπτοκεντημένο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA