γαττουδέλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαττουδέλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γαττουδέλα ἡ, ἀμάρτ. κατ-θου’έλ-λα Χάλκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαττούδα, παρ’ ὃ καὶ * κατ-θούδα, καὶ τῆς παραγωγ καταλ. -έλα. Διὰ τὴν ἀποβολὴν τοῦ μεσοφωνηεντικοῦ δ εἰς τὸν τύπ. κατ-θου’έλ-λα, βλ. Χ. Παντελ., Φωνητ., 32.

Σημασιολογία

Εἶδος φυτοῦ, πιθανῶς ἐλελίφασκον τὸ ὅρμινον (salvia horminum), τῆς οἰκογενείας τῶν χειλανθῶν (labiatae), τῆς τάξεως τῶν σωληνανθῶν (tubiflorae). Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. Κατ-θουέλ-λες Τῆλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/