βόμπιρας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βόμπιρας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βόμπιρας ὁ, Εὔβ. (Ἄκρ.) Μακεδ. (Βλάστ. Θεσσαλον.) Πελοπν. (Κορινθ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ. Καλοσκοπ. Ναύπακτ. Παρνασσ.) κ.ἀ.-Λεξ. Αἰν. Δημητρ. Βλαστ. 487 βόμπ’ρας Β.Εὔβ. Μακεδ. Στερελλ. κ.ἀ. βόμπερας Στερελλ. (Ἀράχ.) κ.ἀ. βούμπερας Εὔβ. (Κουρ.) κ.ἀ. βούμβαρος Κύπρ. μπόμπιρας Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Κύθν. κ.ἀ.-Λεξ. Βλαστ. 487 Δημητρ. bόbιρας Κεφαλλ. μπόμπορας Παξ. γόμουρας (Ἐφημερ. Ἐμπρὸς 22-9-1920) Θηλ. βομπίρα Πελοπν. (Κορινθ.) βουμπίρα Στερελλ. (Αἰτωλ. Ναύπακτ.) μπομπιροῦ ΔΒουτυρ. Μέσ’ στοὺς ἀνθρωποφ. 68

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Σλαβ. vampir.

Σημασιολογία

1) Βρικόλακας (ἰδ. λ.), περὶ τοῦ ὁποίου πιστεύεται ὅτι τρώγει σάρκας καὶ πίνει αἷμα ἀνθρώπου καὶ ὅτι κακοποιεῖ τοὺς οἰκείους Β.Εὔβ. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ναύπακτ.) κ.ἀ. (Ἐφημ. Ἐμπρὸς ἔνθ. ἀν.) Δβουτυρ. ἔνθ’ ἀν.-Λεξ. Αἰν. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν.: Βουμπίρα ι’κις, σκύλλα, νὰ μὶ φάς! Αἰτωλ. Βουμπίρα, ἔφαϊς τὰ πιδιˬά σ’ κὶ θέ’ς νὰ φάς κ’ ἰμένα! (ὕβρις πρὸς γυναῖκα, τῆς ὁποίας ἀπέθανον τὰ τέκνα) Ναύπακτ. β) Παιδίον ὀρφανὸν νομιζόμενον ὡς αἰτία θανάτου τῶν γονέων του (ὅτι δηλ. ἔφαγε τοὺς γονεῖς του) Στερελλ. 2) Ἄνθρωπος βραχὺς τὸ ἀνάστημα, ἀδύνατος καὶ ἔχων σῶμα ἀκαλαίσθητον, κακοπλασμένον, ἀλλὰ καὶ κακός, μοχθηρὸς Εὔβ. (Ἄκρ. Αὐλωνάρ.) Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Κορινθ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ. Καλοσκοπ. Παρνασσ.) κ.ἀ.-Λεξ. Αἰν. Δημητρ. Πβ. βομπιριˬάρις. Ἡ λ. καὶ ἄτακτον Εὔβ. (Κουρ.) Κυθν. Μακεδ. (Βλάστ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. γ) Ἄνθρωπος δύστροπος Στερελλ. (Αἰτωλ.) 3) Τὸ δαιμόνιον καλικάντζαρος Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/