βομπιριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βομπιριˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βομπιριˬάζω Πελοπν. (Κορινθ.) βουμπιριˬάζου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βόμπιρας.
Σημασιολογία
1) Γίνομαι βόμπιρας 1, ὃ ἰδ., Στερελλ. (Αἰτωλ.): Βουμπίριˬασις ’λότιλα, πιδάκι μ’, θὰ φάς κἀνένα! 2) Γίνομαι κακόσωμος, συνήθως ἐπὶ παιδίων Πελοπν. (Κορινθ.): Βομπίριασε ἀπὸ τὸ κακό του. Ἡ μετοχ. συνήθως ἀρατικῶς Πελοπν. (Κορινθ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Μωρὲ βομπιριˬασμένο! Κορινθ. Βουμπιριˬασμένου γ’ρού’ Αἰτωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA