γαττουλιˬά

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαττουλιˬά

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γαττουλιˬά ἡ, ἀμάρτ. κατσουλὲ Κρήτ. (Ρέθυμν.) κατσουλιˬὰ Κρήτ. (Μεσαρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαττούλα, παρ’ ὃ καὶ κατσούλα, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬά. Διὰ τὸν τόπ. κατσουλέ, βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 345|46.

Σημασιολογία

Ἡ ὑπὸ τῆς γαλῆς ἀναδιδομένη χαρακτηριστικὴ ὀσμὴ ἔνθ᾽ ἀν.: Βγαίνει μιὰ gατσουλιˬά αὐτὴ ἡ προβιˬὰ Μεσαρ. Συνών. γαττιˬὰ 2. γαττίλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/