ἀρβάλλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρβάλλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρβάλλα ἡ, (ΙΙ) Κορσ. Πελοπν. (Λακων. Μάν. Μεσσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. -ΣΠασαγιάνν. ’Αντίλ. 46.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρβαλλίζω.

Σημασιολογία

Κρότος, θόρυβος, συνήθως ὁ παραγόμενος ἐκ τῆς συγκρούσεως ἢ βιαίας μετακινήσεως πραγμάτων ἔνθ’ ἀν.: Κάνω ἀρβάλλα Λακων. || Φρ. Ἔχει ἀρβάλλες (ἐπὶ κενοῦ πράγματος, οἷον κασσέλλας κττ., ἐν ᾧ δηλαδὴ μόνον ποντικοὶ κροτοῦν) Μάν. || Ποίημ. Ὁρμοῦν τὰ βόιδα, κυνηγοῦν τοὶς μελισσὲς ’γελάδες μὲ μουγκριτὰ ἐρωτιˬάρικα, φρουμάσματα καὶ ἀρβάλλες ΣΠασαγιάνν. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀρβαλλητό, ἀρβάλλισμα, ἄρβαλλος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/