γαττουλῖνος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαττουλῖνος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γαττουλῖνος ὁ, ἀμαρτ. γατσουλῖνος Κεφαλλ. ’Οθων. κατσουλῖνος Κύθηρ. Πελοπν. (Μάν. Μάραθ. Μεθών. Μεσσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαττουλίνι, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς ἄλλα ἀρσεν. ὀνόματα οἱονεὶ συνών., ὡς γαλέος, γάττος 2, κλπ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μικρὸς «γάττος» ἣ καὶ θωπευτικῶς οἱοσδήποτε «γάττος», δι’ ὃ ίδ. γάττος 1 ᾿Οθων. 2) Ἰχθύς τῆς τάξεως τῶν πλαγιοστόμων (squalini), πιθανῶς σκύλλιον ὁ αἰλουρίδης (scyllium cattulus), τοῦ γένους τῶν σκυλλιορρινιδῶν (scylliorhinidae), χρώματος βαθέος τεφροῦ μετά στιγμάτων μελανῶν Κεφαλλ. Κύθηρ. Πελοπν. (Μάν. Μεσσ.) Συνών. γαττίνι 2, γαττουλίνι 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA