ἀρβάλλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρβάλλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρβάλλι τό, ἀρβάλλιν Κύπρ. ἀρβάλλι Ζάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἄργ. Βούρβουρ. Γορτυν. Καλάβρυτ. Καλάμ. Κορινθ. Κυνουρ. Λακεδ. Λακων. Μάν. Μεγαλόπ. Μεσσ. Οἰν. Σουδεν. Τεγ. Τρίκκ. Τριφυλ.) κ.ἀ. ἀρβά’ Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Πρέβ.) Θεσσ. (Ζαγορ. κ.ἀ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀρτοτ. Κλών. Λεπεν.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρβαλλίζω.
Σημασιολογία
1) Κινητὴ λαβὴ μεταλλίνου σκεύους ἔχουσα σχῆμα τοξοειδὲς καὶ συνεχομένη εἰς τὰ ἄκρα πρὸς τοὺς ἀμφοτέρωθεν τοῦ σκεύους ὑπάρχοντας κρίκους, κινουμένη δὲ ἐλευθέρως πίπτει ἐπὶ τῆς μιᾶς ἢ τῆς ἑτέρας πλευρᾶς αὐτοῦ παράγουσα κρότον συνήθως ὅταν ἀπὸ τόπου εἰς τόπον μεταφέρεται τὸ σκεῦος φορτωμένον που (ὁ παραγόμενος κρότος, ἐξ οὗ καὶ ἡ σημ., εἶναι πολὺ συνηθέστερος καὶ αἰσθητότερος, ὅταν ἀντὶ μιᾶς τοιαύτης λαβῆς ὑπάρχουν δύο κινηταὶ ὁμοίως ἑκατέρωθεν τοῦ σκεύους, περὶ ὧν ἰδ. κατωτ.) Εὔβ. (Στρόπον.) Ζάκ. Ἤπ. (Ζαγόρ. Πρέβ.) Θεσσ. (Ζαγορ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἄργ. Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Κυνουρ. Λακων. Μάν. Μεγαλόπ. Μεσσ. Οἰν. Σουδεν. Τρικκ. κ.ἀ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀρτοτ. Κλών.Λεπεν.) κ.ἀ.: Φρ. Πάει ἡ γλῶσσα του σὰν ἀρβάλλι (ἐπὶ τοῦ πολυλόγου) Βούρβουρ. || ᾎσμ. Τῆς νύφης ἀπ’ τη φούρια της κιˬ ἀπὸ τὴν ἐντροπή της πιˬαστῆκαν τὰ πλεχτίδιˬα της ’ς τοῦ λεβετιˬοῦ τ᾽ ἀρβάλλι καὶ τὸ λεβέτι ξέγειρε καὶ χύθηκε τὸ γάλα Ἄργ. β) Πληθ., αἱ ἀμφοτέρωθεν μεταλλίνου σκεύους ἢ κιβωτίου κινηταὶ λαβαὶ Θεσσ. (Ζαγορ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Καλάμ. Κυνουρ. Λακεδ. Λακων. Μεσσ. Οἰν. Τεγ. Τριφυλ. κ.ἀ.) Σάμ. Στερελλ. (Ἀρτοτ.) κ.ἀ. Βροντάει τὸ χαρανὶ ἀπὸ τ’ ἀρβάλλιˬα ποῦ χτυποῦνε ἀπάνω Λακεδ. Τοὺς φαίνονται πουρναρόρριζες τ᾿ ἀρβάλλιˬα τοῦ λεβετιˬοῦ (ἐκ παραδ.) Βούρβουρ. Λεβέτι μὲ σαράντ’ ἀρβάλλιˬα (ἐκ παραδ.) Τεγ. 2) Κώδων ἐξηρτημένος ἐκ τοῦ λαιμοῦ προβάτου Πελοπν. (Γορτυν.) Συνών. ἄρβαλλος 2. 3) Ξύλον ἐλευθέρως ἐξηρτημένον ἀπὸ τὴν λεγομένην σκαφίδα τοῦ μύλου τὴν ὑποκειμένην ὁριζοντίως πως εἰς τὸ δοχεῖον τὸ περιέχον τὸν πρὸς ἄλεσιν σῖτον, ὅπερ διὰ τοῦ ἑτέρου ἄκρου στηρίζεται ἐπὶ τῆς μυλόπετρας καὶ μεταδίδει τὴν τρομώδη κίνησιν εἰς τὴν σκαφίδα, οὕτω δὲ διὰ τοῦ στομίου αὐτῆς συντελεῖται ἡ ἔκχυσις τοῦ σίτου εἰς τὸν λαιμὸν τῆς μυλόπετρας Πελοπν. (Βούρβουρ. Κυνουρ. κ.ἀ.) 4) Σιδηροῦς σύρτης διὰ τοῦ ὁποίου κλείεται ἡ θύρα Πελοπν. (Λακων. Μάν.): Τὸ ἀρβάλλι τῆς πόρτας Μάν. 5) Μέγα κόσκινον συνήθως ἐκ διατρήτου λευκοσιδήρου διὰ τοῦ ὁποίου καθαρίζουν τὸν σῖτον καὶ τοὺς ὁμοίους δημητριακοὺς καρποὺς ἀπὸ τῶν ἐν αὐτοῖς ξένων οὐσιῶν (ἡ σημ. διὰ τὸν παραγόμενον ἦχον τοῦ μετάλλου ἐκ τῆς προσκρούσεως τῶν μικρῶν λιθαρίων τῶν εὑρισκομένων ἐν τῷ σίτῳ) Κύπρ.: ᾎσμ. Καὶ γονατίζει ’πάνω του Ἀντώνις σὰν λεˬοντάριν τ’ ἐμπῆγε του τὲς μααιρκὲς τ’ ἔκαμέν τον ἀρβάλλιν (ἔκαμε τὸ σῶμα του διάτρητον ὡς τὸ κόσκινον, κατεπλήγωσεν αὐτὸν πανταχοῦ τοῦ σώματος. Συνων. φρ. κάνω κόσκινο). ᾿Εκάμαν τὸ κορμάτιν της καθ᾽ ἑαυτὸν ἀρβάλλιν, τὰ έρκα της ἐσπάσαν τα, δὲν τῆς ἀφῆκαν χάλιν. Συνών. ἀρα͜ιολόγι Ι, ἀρα͜ιολόγος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA