γαττουλοκέφαλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαττουλοκέφαλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαττουλοκέφαλο τό, ἀμάρτ. γατσουλοκέφαλο Πελοπν. (Ἦλ.) κατσουλοκέφαλο Πελοπν. (Γαργαλ. Ναύπλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γαττούλι, παρ’ ὃ καὶ γατσούλι καὶ κατσούλι, καὶ κεφάλι.
Σημασιολογία
1) Γαττοκέφαλο, ὅ ἰδ. ἔνθ’ ἀν.: Πρόσεχε τὰ κλωσσοπούλλιˬα, γιατ᾿ εἶδα ’ς τὴ gοττότρουπα ’να κατσουλοκέφαλο Γαργαλ. Κατεβάζει τὶς μπουκιˬὲς σὰ γατσουλοκέφαλα Ἦλ. Ὁ ἄντρας μου εἶναι φαγᾶς∙ κατεβάζει τὶς μπουκιˬὲς σὰν κατσουλοκέφαλα (Ναύπλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA