γαττουλοκλάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαττουλοκλάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαττουλοκλάρι τό, ἀμάρτ. κατσουλοκλάρι Λεξ. Π. Γενναδ., 968 Π.Βλαστ. 463 Χελδρ.-Μηλιαρ., Δημ. ὀνόμ. φυτ., 24 Δ. Καββάδ., Βοταν.-Φυτολ. Λεξ., 3973.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γαττούλα, παρ’ ὃ καὶ κατσούλα, καὶ κλαρί.
Σημασιολογία
Γαττονουρὰ 2, ὃ ἰδ. ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA