γαττουλόπουλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαττουλόπουλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαττουλόπουλο τό, Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.) γατσουλόπ᾿λο Πελοπν. (Ἦλ.) κατσουλόπ’λο Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ.) κατσόπουλε Τσακων. (Πραστ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαττούλι, παρ’ ὃ καὶ κατσούλι, καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -πουλο, δι᾿ ἣν ἰδ. -πουλος. Ὁ τύπ. κατσόπουλε ἐκ τοῦ *κατσουλόπουλε>*κατσουόπουλε, δι’ ἔκκρουσιν τοῦ ἀτόνου -ου-. Πβ. γαττουλόγαμος.

Σημασιολογία

Γαττόπουλο, ὃ ἰδ. ἔνθ᾽ ἀν. : ’Εγέννησε κείνη ἡ μαναστήρα ἡ κατσούλα κ’ ἔκαμε πέdε κατσουλόπ’λα Βερεστ. ‖ Ἆσμ. Νὰ φέρωμε λαδάκι καὶ σαμολαδάκι ν᾿ ἀλείψουμε τὶς γάττες καὶ τὰ γαττουλόπουλα(παιδικὸν) ᾿Αδριανούπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/