γαττούνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαττούνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαττούνι τό, ἀμάρτ. γατσούνι Λεξ. Δημητρ. γατσού’ Θεσσ. (Ἀργιθ. Καρδίτσ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Σιβίστ. Τριχων. κ.ἀ.) κατσούνι Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαττί, παρ’ ὃ καὶ γατσὶ καὶ κατσί, καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ούνι, δι’ ἣν ἰδ. Γ.Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 307|8.

Σημασιολογία

Τὸ γαττούλι, ὃ ἰδ. ἔνθ’ ἀν. : Κρυώ’ σὰ γατσού’ Θεσσ. (᾽Αργιθ.) Ρίξε λιγά’ι γάλα ’ς τὸ κατσούνι Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/