γαττοφαγωμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαττοφαγωμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γαττοφαγωμένος ἐπίθ. πολλαχ. γαττοφαωμένος Κεφαλλ κ.ἀ. γαττουφαουμένους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. καττοφαγωμένος Χίος κ. ἀ. καττοφαωμένος Χίος κ. ἀ. κατσοφαωμένος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κατ-τοφαημένος Κύπρ. κακιˬοφαημένος Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάττα ἤ γαττί, καὶ τῆς μετοχ. φαγωμένος, παρ᾿ ὃ καὶ φαημένος, τοῦ ρ. τρώγω. Πβ. Γ.Χατζιδ.͵ ΜΝΕ 2, 580|81.
Σημασιολογία
1) Ὁ ὑπὸ τῆς γαλῆς ἐν μέρει φαγωθεὶς πολλαχ. : Τ’ γαττουφαουμέ’ κόττα θὰ φᾶμι τώρα; Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Μὴ dρῶς ἀπὸ ’φτὸ τὸ κριάς ’ιˬατ’ εἶναι κατσοφαωμένο Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὸ ψωμὶ ἔναι κακιˬοφαημένο, νὰ μὴ δώκῃς τοῦ παιιδιοῦ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Συνών. γαττουλοφαγωμένος 1. 2) Μεταφ., ὁ ἔχων ἐμφάνισιν οἱονεὶ μερικῶς καὶ ἀνωμάλως ὑπὸ γαλῶν φαγωθέντος πολλαχ. : Γαττοφαωμένα μοῦτρα (δηλ. φέροντα πολλὰς ἀμυχὰς καὶ πληγὰς). Κεφαλλ. Πῶς ἔγινι ἔτσ’ ἡ μύτη σ᾽ ; Σὰ γαττουφαουμέ’ εἶνι Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Εἶχε φύγει ἀφ’ τὸ χωριˬό του κ’ ἦταν τὸ φεγγάρι μισό. Τὸ βλέπει, τὸ λοιπό, γεμάτον καὶ λέει: «μάννα μου, ἕνας φέγγαρος! ὄχι σὰν τῆς Χιˬὸς τὸ καττοφαωμένο!» (ἐκ παραμυθ.) Χίος
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA