γαττόψαρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαττόψαρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαττόψαρο τό, ᾿Ερεικ. Ἤπ. (Πάργ.) Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.) Κεφαλλ. ᾽Οθων Παξ. Πάρ. (Λεῦκ.) - Λεξ. Βλαστ. 430 Πρω. Δημητρ. γαττόψαρου Λέσβ. (Μανδαμᾶδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γάττα καὶ ψάρι.

Σημασιολογία

1) Γάττος 2, ὃ ἰδ. ᾿Ερεικ. Ἤπ. (Πάργ.) Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.) ᾽Οθων Παξ. -Λεξ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν. : Τὸ γαττόψαρο εἶναι μικρὸς χαρχαρίας μὲ τέσσερες σειρὲς δόdιˬα Παξ. 2) Κατὰ πληθ., οἱ ἐκ τῶν ἁλιευθέντων ἰχθύων θεωρούμενοι κατάλληλοι μόνον ὡς τροφὴ τῶν γαλῶν καὶ ἀπορριπτόμενοι, κατ᾽ ἀκολουθίαν, διὰ τὴν σμικρότητά των ἢ διὰ τὸ εὐτελὲς τῆς σαρκός των Κεφαλλ. Λέσβ. (Μανδαμᾶδ.) Πάρ. (Λεῦκ.) - Λεξ. Δημητρ. : Ἡ Θρασύβουλους ’ς τὴ bλώρ’ ξιψάρ’ζι τὰ γαττόψαρα Μανδαμᾶδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/