γαύρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαύρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γαύρα ἡ Ζάκ. Θράκ. (Αἶν.) Σῦρ. - Ἀ.Βαλαωρ., Ἔργα 3, 347 - Λεξ. Δημητρ. γούβρα Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γαυριˬάζω, παρ' ὃ καὶ γουβριˬάζω, καθ’ ὑποχωρητικὸν σχηματισμόν. Πβ. Γ.Χατζιδ. ΜΝΕ 1, 76| 77.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἔπαρσις, ἡ ἀλαζονεία Θράκ. (Αἶν.) - Λεξ. Δημητρ. 2) Ἡ ἀλόγιστος μανία Ζάκ. Σῦρ.-᾿Α.Βαλαωρ., ἔνθ᾽ ἀν. : Τὴν ἔπιασε γαύρα (ἐπὶ γυναικὸς οἱονεὶ μαινομένης) Σῦρ. || Φρ. Λύσσα καὶ γαύρα! (ἐνν. νὰ σὲ φάῃ ἀρὰ) Ζάκ. || Ποίημ. Συντρίμματα καὶ χαλασμοί ! Γαύρα παντοῦ καὶ λύσσα! Κἀνένα γλυκοχάραμα. Νύχτα, σκοτάδι, πίσσα! Ἀ.Βαλαωρ., ἔνθ᾽ ἀν. β) Ἡ ἐρωτικὴ μανία, ὁ ἀκατάσχετος ἐρωτικὸς ὀργασμὸς (ἐπὶ ζῴων καὶ ἀνθρώπων) Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.) : Ἄνοιξε τὴ bόρτα νὰ φύγῃ ἡ παλιˬόγαττα, ποὺ τὴν ἔπιˬασε γούβρα καὶ δὲ σταματάει Γαργαλ. || Φρ. Γούβρα καὶ λύσσα νὰ σὲ πιˬάσῃ! (ἀρὰ πρὸς ζῷα ὀργῶντα ἢ καὶ πρὸς ἀνθρώπους ἐρωτομανεῖς) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/