ἀρβανιτοπαίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρβανιτοπαίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρβανιτοπαίδι τό, πολλαχ. ἀρβανιτόπαιδο ἐνιαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Ἀρβανίτης καὶ τοῦ οὐσ. παιδί.
Σημασιολογία
Παῖς ἢ νεανίας Ἀλβανός: ᾎσμ. Ἐμάζωξε κλεφτόπουλλα, ὅλ᾿ ἀρβανιτοπαίδιˬα Ἤπ. Τρία ταμπούριˬα Τούρκικα, ὅλ’ ἀρβανιτοπαίδιˬα, τό ᾽να ταμπούρι Τσάμηδες καὶ δύο τῆς Αὐλώνας καὶ ἄλλα δύο Τόσκηδες ἐφύγανε τὴ νύχτα Ἤπ. (Ἀργυρόκ.) Ὁ Ντελὴ-Ἴσκος ’ς τὰ βουνά, ψηλὰ ᾿ς τὰ κορφοβούνιˬα, τὰ παλληκάριˬα μάζωνε ὅλ' ἀρβανιτοπαίδιˬα ΣΖαμπέλ. ᾌσμ. δημοτ. 619.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA