γαυριδιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαυριδιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαυριδιˬάζω Κεφαλλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαυρίδι (ΙΙ) καὶ τῆς παραγωγ καταλ -ιˬάζω.
Σημασιολογία
Ἀμετβ. καὶ μετβ., μικραίνω, ὑφίσταμαι συστολὴν ἤ συρρίκνωσιν ἕνεκα ὑπερβολικοῦ ψύχους ἤ ἀσθενείας : Τὰ δάχτυλά μου γαυρίδιˬασαν ἀπὸ τὸ κρύο. Τὰ πορτοκάλιˬα γαυρίδιˬασαν ἀπὸ τὴν ξηρασία. Τὸ κρύο μὲ γαυρίδιˬασε. Συνών. γαυρώνω (ΙΙ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA