γαῦρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαῦρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γαῦρος ὁ, σύνηθ.
Ετυμολογία
Κατὰ Γ. Χατζιδ., ᾽Αθηνᾶ 22 (1910), 257, ἐκ τοῦ 'Ελληνιστ. οὐσ. ἔγγραυλις, κατ’ ἀναλογικὸν μεταπλασμὸν ἐκ τοῦ πληθ. ἐγγραύλεις πρὸς τὰ εἰς -ος ὀν. ἰχθύων (*ἐγγραῦλος>*’γγραῦλος> *γραῦλος>*γλαῦρος>γαῦρος). Πιθανωτέρα ἐν τούτοις φαίνεται ἡ προέλευσις ἐξ ἀμαρτ. Βυζαντ. γραυλόπαστον, πιστουμένου ἐκ τοῦ παρὰ Προδρόμω ἐγγραυλοπαστοφάγος (ΙΙΙ, 94∙ ἔκδ. Hesseling-Pernot, σ. 52), ὅθεν ατ᾿ ἀπόσπασιν τοῦ α´ συνθετ.(πβ.σπανοπώγων>σπανός,κλπ.) *γραῦλος>*γλαῦρος>γαῦρος.
Σημασιολογία
Ὁ μικρὸς ἀγελαῖος ἰχθύς ἔγγραυλις ὁ ἐγκρασίχολος (engraulis encrasicholus ), τῆς οἰκογενείας τῶν κλυπεϊδῶν (clypeidae), ὁμοιάζων πρὸς μικρὰν «σαρδέλαν», ἀλλ᾿ ἰσχνότερος ταύτης καὶ ὀλιγώτερον γευστικὸς σύνηθ.: Ὁ Μαγιˬάτικος γαῦρος εἶναι νόστιμος σύνηθ. Τὸ Μαγιˬάτικο γαῦρο τὸν κάνουν παστὸ πολλαχ. ᾿Επῆρα δυˬὸ λίτρες γαῦρο Ἰθάκ. Ὁ γαῦρος γίνεται τηγανητός, ἀλλὰ καὶ βραστὸς μὲ λίγο ζουμὶ καὶ λεμόνι Εὔβ. (Χαλκ. κ.ἀ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA