ἀρbαρόρριζα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρbαρόρριζα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρbαρόρριζα ἡ, ἀρbαρόζα Ζάκ. Θήρ. Κέρκ. Κεφαλλ Κύθηρ. Παξ. κ.ἀ. ἀλbαρόζα -Λεξ. ΠΓενναδ. 753 Βλαστ. 458 bαρbαρόζα Ἤπ. bαρβαρούσα Κρήτ. (Ρέθυμν. Χαν.) ἀρbαρόρριζα σύνηθ. ἀρbερόρριζα Θρᾴκ. κ.ἀ. ἀρμαρόρριζα Πελοπν. (Ναύπλ.) bαρbαρόρριζα Ἀδραμ. bαρbερόρριζα Κύθν. bαρbακόρρ’ζα Μακεδ. μαρμαρόζα Θήρ. ἀμπενόρριζ-ζον τό, Χίος (Καρδάμ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ’Ιταλ. erba rosa. Ὁ μετασχηματισμὸς τῆς λέξεως ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ ρίζα.

Σημασιολογία

Φυτὰ τοῦ γένους τοῦ πελαργονίου (pelargonium) τῆς τάξεως τῶν γερανιωδῶν (geraniaceae) 1) Πελαργόνιον τὸ ροδῶδες (pelargonium roseum). Συνών. μοσκομολόχα. 2) Πελαργόνιον τὸ εὔοσμον (pelargonium fragrans ἤ odoratissimum). Συνών. καννέλλα. 3) Πελαργόνιον τὸ κνηστήριον (pelargonium radula).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/