βορδώνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βορδώνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βορδώνι τό, βορδώνιν Κύπρ. βορδώνι Ἄθ. Καππ. Κάρπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κορων.) Πάρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Σιφν. Χίος κ.ἀ.-Λεξ. Πρω. Δημήτρ. βορδών’ Καππ. (Ἀραβάν.) βορdών’ Καππ. (Ἀνακ. Τελμ.) βορτώνιν Κύπρ. βορτών’ Καππ. (Σίλατ. Σινασσ.) ’ορδώνι Κάρπ. βουρδώ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) βουρdώνι Καππ. Φάρασ.) βουρdών’ Καππ. (Φερτ.) βουρτώνι Καππ. (Φάρασ.) βουρδούνι Καππ. Μεγίστ. Νάξ. μουρδώνι Θρᾴκ. Κεσάν.) γορδώνι Χίος.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. βορδώνιον, παρ’ ὃ καὶ βουρδώνιον καὶ βορδώνιν. Ὁ τύπ. μουρδώνι κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ συνών. μουλάρι.
Σημασιολογία
Α) Οὐσ. 1) Ἡμίονος ἀλλαχοῦ μὲν ὁ συνήθους μεγέθους, ἀλλαχοῦ δὲ ὁ μικροῦ Ἄθ. Θρᾴκ. (Κεσάν.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Σίλατ. Σινασσ. Τελμ. Φάρασ. Φερτ.) Κύπρ. Πάρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) κ.ἀ.-Λεξ. Πρω. Δημητρ.: ᾌσμ. Ἅι Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὴν Καισαρίτσα, σέρνει μουλάριˬα δώδεκα, βουρδώνιˬα δεκατρία (ἐν παραλλαγῇ ἀντὶ βουρδώνιˬα λέγεται μουρδώνιˬα) Κεσάν. Ἑφτὰ βορτώνιˬα φόρτωσεν ὠτίτσα καὶ μυτίτσα (ὠτίτσα=ὦτα, μυτίτσα=μύτες) Σίλατ. 2) Ἡμίονος τερατώδης ἐξ ὄνου πατρὸς καὶ μητρὸς ἀγελάδος (πεπαισμένως) Στερελλ. (Αἰτωλ.) 3) Ἵππος ἔνορχις, ἐπιβήτωρ Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κορων. κ.ἀ.) 4) Ράβδος Κύπρ. 5) Ἡ μεγάλη κορυφαία δοκὸς τῆς στέγης ἡ στηρίζουσα τὰς ἑκατέρωθεν μικροτέρας δοκοὺς Χίος-Λεξ. Πρω. Δημητρ. 6) Τὸ φυτὸν ἀσφόδελος Μεγίστ. Β) Ἐπιθετικ. 1) Μεστός, ἐπὶ γεννήματος Κάρπ.: Τὸ σιτάρι εἶναι ’ορδώνι σὰ φασούλ-λι. 2) Στερεὸς Κάρπ.: Ὄργον βορδώνι. β) Σκληρός, μὴ βρασμένος καλῶς, ἐπὶ ὀσπρίων Σίφν.: Κουκχιˬὰ βορδώνιˬα. 3) Ἀνεπτυγμένος, ζωηρός, σπαργῶν, ἐπὶ φυτῶν ἐν γένει Κάρπ. Πβ. βορδωνάρι, βορδωνάρις.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA