βορεˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βορεˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βορεˬάζω Λευκ.-Λεξ. Λάουνδ. Μπριγκ. Βλαστ. 362 βουρεˬάζου Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Μέσ. ἐβορσκουμαι Πόντ. (Χαλδ.) ἐβορουμαι Πόντ. (Χαλδ.) βορκάζομαι Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βορεˬάς.

Σημασιολογία

Α) Ἐνεργ. 1) Ἀπροσ. πνέει βόρειος ἄνεμος Λεξ. Λάουνδ. Μπριγκ. 2) Κυμαίνομαι ὑπὸ τοῦ βορείου ἀνέμου Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Λευκ.: ᾎσμ. Ἕνα καράβ’ ἀρμένιζι μὶ γριουτραμουdάνα κ’ ἰκεῖ βουρεˬάζ’ ἡ θάλασσα, κουdεύει νὰ τοὺ πνίξῃ Αἶν. 3) Κατευθύνομαι πρὸς βορρᾶν Λεξ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν. Β) Μέσ. 1) Πρήσκομαι τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας ἀπὸ τὴν ψυχρὰν πνοὴν τοῦ βορείου ἀνέμου Κύπρ. 2) Δροσίζομαι Πόντ. (Χαλδ.): ᾎσμ. Ἔρχουνταν τρών ἀσ’ σὸν καρπό μ’ καὶ πίν’ν’ ἀσ’ σὸ νερόπο μ’ καὶ κεῖνταν κ’ ἐβορσκουνταν ’ς σῆ κλωναρί ’μ’ τὰ ρίζας (ἔρχονται τρώγουν ἀπὸ τὸν καρπόν μου καὶ πίνουν ἀπὸ τὸ νεράκι μου καὶ κεῖνται καὶ δροσίζονναι εἰς τὰς ῥίζας τοῦ κλωναριοῦ μου).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/