’γγαστρολογε͜ιέμαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

’γγαστρολογε͜ιέμαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

’γγαστρολογε͜ιέμαι σύνηθ. ’γγαστρουλου(γ)ε͜ιέμι Ἤπ. (Ζαγόρ. ’Ιωάνν.) Θράκ. (Αἶν.) ’γγαστρολογε͜ιῶμαι ’Αμοργ. Εὔβ. (Κουρ. Κύμ. κ.ἀ.) Κέρκ Μέγαρ. ’γγαστρουλουε͜ιῶμι Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον Ψαχν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.) ᾽γγαστρολογε͜ιοῦμι Θεσσαλον. (παλαιότ.) ’γγαστρολοοῦμαι Ἄνδρ. Κεφαλλ. Νάξ. (’Απύρανθ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) κ.ἀ. ἀγγαστρουλουγε͜ιέμι Ἤπ. (᾿Ιωάνν.) Θάσ ’γγαστρολογοῦμαι Κύθηρ. ἀγγαστρολοοῦμαι Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ᾿γγάστρι ἤ ᾿γγαστριὰ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -λογε͜ιέμαι, δι’ ἣν βλ. -λογῶ. Πβ. Γ. Χατζιδ., ’Αθηνᾶ 22 (1910), 250.

Σημασιολογία

1) Εὑρίσκομαι εἰς κατάστασιν ἐγκυμοσύνης, ἔχω ἤ αἰσθάνομαι ἔκδηλα συμπτώματα ἐγκυμοσύνης (ἐπὶ γυναικῶν) σύνηθ.: Ἡ Ἑλένη ᾿γγαστρολογε͜ιέται, φαίνεται, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὴ βλέπομε Ἀθῆν. κ.ἀ. Ἡ νύφη μας ᾿γγαστρολογε͜ιέται πάλι Μέγαρ. Ἡ κουνιˬάδα μου μοιˬάζει νὰ ᾽γγαστρολογε͜ιέται Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἡ ξαδέρφη μου ’γγαστρολογε͜ιέται τσαὶ ξερνοβολάει σὰν τὸ κατ-τί Εὔβ. (Κουρ.) Αὐτὴ οὕλου ’γγαστρουλουε͜ιέτι Ἤπ. (Ζαγόρ.) Δὲν bρόλαβα νὰ ᾽πουκόψου τό ’να κὶ ’γγαστρουλουε͜ιῶμι πάλι Εὔβ. (Ἄκρ.) Δὲν ἔ’ τίπουτι ἡ Λέ’, ’γγαστρουλουε͜ιέτι κὶ σ’ φαίνιτι πὼς εἶνι ἄρρουστ’ Εὔβ. (Στρόπον.) Ἡ ’Ανέζα ’γγαστρολοᾶται Ἄνδρ. Ἡ ’υναῖκα dου ’γγαστρολοᾶται κι ἀκοῦς τὴ χαρά τζη! Νάξ. (’Απύρανθ.) Τὸ ζητᾷ σὰ νὰ ’γγαστρολοᾶται (ἐνν κἄποιο φαγητὸν) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) 2) ’Επὶ θηλέων κατοικιδίων ζῴων (ἰδία γαλῆς καὶ κυνός), εὑρίσκομαι εἰς κατάστασιν ἐρωτικοῦ ὀργασμοῦ, ἐπιδιώκω νά καταστῶ ἔγκυος Ἤπ. (᾽Ιωάνν.) Πελοπν. (Γαργαλ.): Ἡ γάττα μας ’γγαστρουλουε͜ιέτι, λέπου ᾿Ιωάνν. Ἡ σκύλλα μας ἄρχισε νὰ ’γγαστρολογε͜ιέται Γαργαλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/