βορεˬατζίκος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βορεˬατζίκος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βορεˬατζίκος ὁ, Θρᾴκ. (Τσακίλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. *βορεˬατζῆς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίκος κατὰ τύπον ὑποκοριστικόν.
Σημασιολογία
Βόρειος ἄνεμος, βορεˬάς: Πῆρε ἕνας βορεˬατζίκος τσουχτερός. Φ’σάνει βορεˬατζίκος καὶ θὰ λιχνίσ’με.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA