ἀναγριεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγριεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναγριεύω Κέρκ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) -Λεξ. Δημητρ. ἀνεγριεύω Σῦρ. Τῆν. Χίος ἀνεγριεύγω Νάξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ἀγριεύω.
Σημασιολογία
Α) ᾿Αμτβ. 1) Ἐξαγριοῦμαι Κέρκ. -Λεξ. Δημητρ.: ’Αναγρίεψα άπό τοὶς βρισιˬὲς του καὶ τὸν χτύπησα Λεξ. Δημητρ. Ἕνας ἄνθρωπος μὲ φρύδιˬα ἀναγριεμἐνα Κέρκ. 2) Μεσ. τρομάζω, ταράσσομαι Νάξ. (’Απύρανθ.) -Λεξ. Δημητρ.: ᾽Εκεῖ ᾿ς τὸ κρεββάτι μας κοdά ἦτον ἔχτέ μιˬά ρωαλήθρα κ᾽ εἶδα τηνε κιˬ ἐνεγριεύτηκα (ρωγαλήθρα = ἀράχνη δηλητηριώδης) Νάξ. Εἶδα ἕνα ἥσκιˬο κιˬ ἀναγριεύτηκα Λεξ. Δημητρ. Β) Μετβ. 1) Περιάγω εἰς ταραχήν, ἐξερεθίζω, ἐκταράσσω Σῦρ. Χίος: Γιˬὰ νὰ πετάξῃ ἡ πέρδικα καταντεῖ νὰ τὴν ἀναγριἐψῃς (διὰ πέρδικα, ἡ ὁποία ἀδρανεῖ, ἡσυχάζει) Σῦρ. Ἂ πάρωμεν τόν ἀγριομέλισσον νὰ τὸν ἀνεγριέψωμεν (ἀγριομέλισσος=βοῦς ἔχων χρῶμα μελίσσης, ἂ=θά. ᾿Εκ παραδ.) Χίος 2) Προξενῶ φρίκην Τῆν.: Τὸ θεριˬὸ σ᾿ ἀναγριεύει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA