ἀρbουράκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρbουράκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρbουράκι τό, ἀμάρτ. ἀρbουράτσι Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἄρbουρο.
Σημασιολογία
Μικρὸν δένδρον, θάμνος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA