΄γγαστροχωρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
΄γγαστροχωρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
᾿γγαστροχωρίζω Κίμωλ. ᾽γγαστρουχουρίζου Στερελλ. (Λεπεν.) ἀγγαστρουχουρίζου Στερελλ. (’Ακαρν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ θέμ. τοῦ ρ. ᾿γγαστρώνω, παρ’ ὃ καὶ ἀγγαστρώνω, καὶ τοῦ ρ. χωρίζω.
Σημασιολογία
Ἀποχωρίζω τά ἐπίτοκα ζῷα ποιμνίου ἀπὸ τῶν ἀρρένων καὶ στείρων ἔνθ᾽ ἀν.: Πᾶμε νὰ μαζέψωμε τὰ πράματα καὶ νὰ τὰ ’γγαστροχωρίσωμε (πράματα=γιδοπρόβατα) Κίμωλ. Τ’ ἀγγαστροχώρ’σαν τὰ πρόβατα∙ χώριˬα τ’ ἀγγαστρουμένα, χώριˬα τὰ στέρφα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Συνών. στερφοχωρίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA