ἀναγριτσιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγριτσιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναγριτσιˬάζω Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. ἀναγλιτσιˬάζω Ζάκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. γριτσιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Συστέλλομαι, ρικνοῦμαι Ζάκ. Συνών. γριτσιˬάζω. 2) Ἀνατριχιάζω Λεξ. Βλαστ. 3) 'Εχω ρῖγος ἐκ πυρετοῦ Λεξ. Μπριγκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA