΄γγαστρώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

΄γγαστρώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

᾿γγαστρώνω κοιν. καὶ Καππ. (’Αραβάν. Γούρτον. Σίλ. Τελμ.) ᾿γγαστρών-νω ᾿Αστυπ. Κάλυμν. Κάρπ. Κῶς Μεγίστ. Ρόδ. κ.ἀ. ’γγαστρώνου κοιν. βορ. ἰδιωμ. ’γγαστρών-νου Εὔβ. (Κουρ. Κύμ. ’Οξύλιθ. κ.ἀ.) ’γγαστρούνου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) ἀγγαστρώνω ἐνιαχ. ἀγγαστρών-νω Κύπρ. ἀγγαστρώνου ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ. γαστρώνω Κρήτ. Κύθν. Νάξ. (Γαλανᾶδ. Γλυνᾶδ.) Πελοπν. (Γέρμ. Καρδαμ. Λεῦκτρ. Πλάτσ. Σαηδόν. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σταυρ. Χαλδ.) - Λεξ. Βάιγ. ἀγαστρώνω Κρήτ. (Μεραμβ.) καστρώνω Καππ. (’Ανακ. ’Αραβάν.) Παθ. ἀγγαστροῦμαι Πόντ. (’Ινέπ. Σινώπ.) γαστροῦμαι Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ. ) Μετοχ. Θηλ. ’γγαστρωμένα Τσακων. (Χαβουτσ.) ’γγραστουμένη Καλαβρ. (Καρδ.) ἀγγαστουουμέ’ Σαμοθρ. ἀγγαστρωμέντσα Πόντ. (Ἰνέπ. Σινώπ.) γαστρωμέντσα Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Οὐδ. ᾽γγαστρωμένο Καππ. (᾽Αραβάν. Γούρτον. Σίλ. Τελμ.) ᾿γγαστρουμιˬάνου Θεσσ. (᾿Αργιθ.) καστρωμένο Καππ. (’Ανακ. ᾿Αραβάν.)

Ετυμολογία

Τὸ ὑστεροβυζαντ. ᾿γγαστρώνω , ὃ ἐκ τοῦ ἐπίσης Βυζαντ. ἐγγαστρώνω (καὶ λόγ. Βυζαντ. ἐγγαστρόω) δι’ ἀποσιώπησιν τοῦ ἀρκτικοῦ ε (πβ. τά ἀνάλογα γδέρνω, γκαρδιˬώνω, ντρέπομαι, ξοδεύω,κλπ.) Βλ. Δουκ. ἐν λ. ἐγγαστρώνειν καὶ Ἡσύχ.: «ἔγκυος∙ ἐγγαστρωμένη γυνή». Ὁ τύπ. ἀγγαστρώνω, διὰ προθετικοῦ α ἐκ συνεκφορᾶς (πβ. τὸ ἀνάλογον ἀγαστρώνω), ὑστεροβυζαντ. ὡσαύτως, ὡς πιστοῦται ἐκ τῆς χρήσεως αὐτοῦ παρὰ Μαχαιρᾷ (ἔκδ. R. Dawkins 1, 214 ) καὶ Βουστρωνίῳ (ἔκδ. Κ.Σάθα, Μεσν. Βιβλιοθ 2, 476). Ὁ τύπ. γαστρώνω, ἐκ συμφυρμοῦ πιθανῶς πρὸς τὸ γαστέρα ἢ τὸ γάστρα (ἡ ἐκ παραλλήλου ἀμαρτ. γαστρόω προέλευσις δὲν φαίνεται πιθανή), σύγχρονος περίπου ἢ κατά τι μεταγενέστερος, ὡς δεικνύει ἡ χρῆσις αὐτοῦ παρ’ Ἐρωτοκρ. (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ., σ. 526) καὶ ἡ μνεία παρὰ Βλάχ. καὶ Σομ. Καὶ ὁ τύπ. καστρώνω ἀπαντᾷ ἅπαξ παρὰ Σαχλίκ. Γραφαὶ καὶ ἀφηγήσεις στ. 585 (ἔκδ. Wagner, σ. 100).

Σημασιολογία

Α) ’Ενεργ. 1) ᾿Επὶ ἀνδρῶν καὶ ἀρρένων θηλαστικῶν, καθιστῶ ἔγκυον, ποιῶ ἐγκύμονα κοιν. καὶ Καππ. (’Ανακ. Ἀραβάν. Γούρτον. Σίλ. Τελμ.) Πόντ. (Ἴμερ. ’Ινέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Τὴ ᾽γγάστρωσε καὶ τώρα δὲ θέλει νὰ τὴν πάρῃ κοιν. Τ᾿νι ᾿γγάστρουσι καλά, καλὰ κ’ ἔγινι ἄφαντους κοιν. βορ. ἰδιωμ. Ὁ γιˬό του ἐγγάστρουσε μία κοπέλα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Κάπο͜ιους τσουπάνους πλάιˬασ’ μαζί τ᾿ς κὶ τ’ ’γγάστρουσι Στερελλ. (Αἰτωλ. Παρνασσ. Φθιῶτ. κ.ἀ.) Τὲς ᾿γγαστρών-νει ταὶ παρατᾷ τες (ἐνν. τὶς γυναῖκες) Κάλυμν. Κῶς κ.ἀ. Τὴ γάστρωσε κιˬόλας τὴ γυναῖκα του Πελοπν. (Καρδαμ. Λεῦκτρ. Σαηδόν κ.ἀ.) Ὁ Λουκῆς ἀγγάστρωσέν την τὴν gοπέλα Κύπρ. Ὁ τοπάνη ’γγαστρῶτσε μ’ ἐμίο (ὁ βοσκὸς μ’ ἐγγάστρωσεν ἐμένα) Τσακων. (Χαβουτσ.) ᾿Ετὸ κάστρωσέν το τὸ ’ναῖκα (αὐτὸς τη ᾽γγάστρωσε τὴ γυναῖκα) Καππ. (’Ανακ.) Του τραΐ τ’ Μαχαίρα φτά’ νὰ ’γγαστρώσ’ οὕλις τ᾿ς μαλτέζις τ᾿ χουριˬοῦ (μαλτέζα=ἐκλεκτὸν εἶδος οἰκοσίτου αἰγὸς) Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Ὁ τράγο του ἐγγάστρουσε τὴ γίδα μας καὶ ζητᾷ τὰ πηδιστικὰ (πηδιστικὰ=ἀμοιβὴ διδομένη εἰς τὸν ἰδιοκτήτην τράγου δι’ ἑκάστην βατευθεῖσαν αἶγα) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Τὸ βούδ’ ἐγάστρωσεν ὅλα τὰ χτήν (ὁ ταῦρος ἐγγάστρωσεν ὅλες τὶς ἀγελάδες) Πόντ. (Κρώμν. Τραπ. κ.ἀ.) || Φρ. Γαιˬδούρα ’ς τὸν ἀνήφορο ᾿γγαστρώνει (ἐπὶ λίαν εὐρώστου καὶ δυνατοῦ) πολλαχ. || Παροιμ. φρ. Αὔγουστος γαστρώνει κι ὁ Σταυρίτας γεννᾷ (Σταυρίτας=Σεπτέμβριος∙ ἐπὶ τῆς βροχερότητος τοῦ Σεπτεμβρίου, προετοιμαζομένης κατὰ τὸν Αὔγουστον) Πόντ. (Οἰν.) || Ἆσμ. Ἄν ἔν’ καλὸν τὸ ἀπ-πάριν σου, φτάν-νεις ποὺ στεφανών-νουν∙ ἄν ἔν’ ἀπὸ τὰ δεύτερα, φτάν-νεις ποὺ ἀγγαστρών-νουν Κύπρ. β) Συνευρίσκομαι μετὰ γυναικός, βινῶ Κρήτ. (Βιάνν. κ.ἀ.) Συνών γαμῶ 1, καβαλλῶ. 2) Συνεκδ., ἐξαντλῶ την ὑπομονήν τινος, ἐρεθίζω ἢ ἐκνευρίζω τινὰ καθ’ ὑπερβολὴν σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν κ.ἀ.) : Μὲ ᾽γγάστρωσες νὰ σὲ περιμένω! σύνηθ. Μᾶς ’γγάστρωσες! Ἔλα, πές το ἐπὶ τέλους! πολλαχ. Μᾶς ᾿γγάστρου’ ἡ ’τό’σσα μὶ τοὺ γιˬό τ᾿ς! αὐτὸς εἶνι κιˬ ἄλλους ὄ’! Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον.Ψαχν. κ.ἀ.) Μ᾽ ἀγγάστρουσις μὶ τὰ λόιˬα σ’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ κ.ἀ.) Τοὺν ἀγγάστρουσιν ἡ μάννα τ’ κὶ κόντιψιν νὰ σκουτώσ’ τὴ ᾿ναῖκα τ’ Μακεδ. (Βογατσ. κ.ἀ.) Πο͜ιὸς διάολος σ’ ἀγγάστρουσι κὶ κά’ς ἔτσ’; αὐτόθ. Ἐγάστρωσε με! (μὲ ἔσκασε!) Πόντ. (Οἰν κ.ἀ.) || Παροιμ. φρ. Καὶ δεσπότη ᾿γγαστρώνει αὐτός! (ἐπὶ τερατολόγου ἤ ἰσχυρογνώμονος) σύνηθ. Κὶ παππᾶ ἀγγαστρώ’! (συνών. τῆ προηγ.) Μακεδ. (Σέρρ. κ.ἀ.) Β) Παθ. 1) ’Επὶ γυναικῶν καὶ θηλέων ζῴων, καθίσταμαι ἔγκυος, συλλαμβάνω ἐν γαστρί, κυοφορῶ κοιν. καὶ Καππ. (’Ανακ. ’Αραβάν. Γούρτον. Σίλ. Τελμ.) Πόντ. (Ἴμερ. Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν Ὄφ. Σινώπ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Χαβουτσ. ): Ὅσο βυζαίνονται οἱ γυναῖκες, δὲ ’γγαστρώνονται κοιν. Τώρα ᾿γγαστρώνουντι προυτοῦ νά παντριφτοῦν. Εἶνι προυκουμμένις! κοιν.βορ.ἰδιωμ. Ἔναι ’γγαστρουμένη ἡ γυναῖκα μου καὶ κοdεύει νὰ γεννήσῃ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Εἶναι τριῶν μηνῶν ἀγγαστρωμένη Πελοπν. (Ἑρμιόν.) Μὲ φαίνεται ποὺ εἶμ’ ἀγγαστρωμέ’ Προπ. (Μαρμαρ.) ᾽Αγγαστρώθηκε ἡ κόρη του Πάτμ. ᾽Αγγαστρώχην τσ’ ἡ βασίλισσα, ἀγγαστρώχην τσ’ ἡ φοράα (ἐκ παραμυθ.) Κύπρ. ᾿Σ τσὶ δεκαπέdε χρόνους ἀπὸ τὸ γάμο τση γαστρώθηκε ’ΑΚρήτ. Εἶναι χλομὴ ’ιˬατὶ εἶναι γαστρωμένη Νάξ. (Γλυνᾶδ.) Τὸ χτῆνον ἐμουν ἐγαστρῶθεν (χτῆνον=ἀγελὰς) Πόντ (Σταυρ. Χαλδ κ.ἀ.) Τ᾽ αἰγίδ’ γαστρωμένον ἔν’ αὐτόθ. Ἁ γουναῖκα σ’ ’γγαστρωμένα ’νι (ἡ γυναῖκα του εἶναι ἔγκυος) Τσακων. (Χαβουτσ.) Ναῖκα καστρωμένο ’ναι Καππ. (᾿Ανακ.) || Παροιμ. ᾿Αγγαστρώθ’κι τοὺ νινὶ κὶ πο͜ιὸς νὰ πῇ τ’ ἀρνίθιˬα ού (νινὶ=ἡ νεαρά νύμφη∙ ἐπὶ τῶν ἀρνουμένων ἀσήμαντον ἐργασίαν δι’ ἀσήμαντον λόγον, τὸν ὁποῖον μεγαλοποιοῦν) Θεσσ. (Τύρναβ.) Ἁπ’ ἀντραπῇ κιˬ ἀγγαστρωθῇ, πικρὸν ἀγγάστριν ἔχει (διὰ τὴν σημ. ἰδ. ἀγγάστρι 1) Κύπρ. ᾽Εγαστρῶθεν ἀτο καὶ νὰ γεννᾷ το ᾿κὶ πορεῖ (τὸ ’γγαστρώθηκε καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ γεννῆση∙ ἐπὶ ὑποθέσεως χρονιζούσης ὑπὲρ τὸ δέον δι’ ἀμέλειαν ἢ ἀνικανότητα τοῦ ἀναλαβόντος αὐτὴν) Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) ᾽Απ’ ἀτὸν κορώνα ᾿κὶ γαστροῦται (ἀπ’ αὐτὸν κουρούνα δὲν ἐγγαστρώνεται∙ ἐπὶ λίαν φιλαργύρου) Πόντ. (Κερ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) || Γνωμ. Νὰ παντριφτῇς, νὰ ’γγαστρουθῇς, νὰ ἰδού τὴ bρουκουπή σ’ (εἰς τὰς δυσκολίας τῆς ἐγγάμου ζωῆς δοκιμάζεται ἡ ἀξία τῆς γυναικός) Στερελλ. (Φθιῶτ. κ.ἀ.) || Αἴνιγμ. ᾿Αδακᾶ γαστροῦται κι ἀκεῖ πέραν πάει γεννᾷ (τὸ πυροβόλον ὅπλον) Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) || Ἄσμ. ᾽Σ τὸ παραθύρι κάθεται, τοὺς μῆνες λογαριˬάζει∙ τί μῆνα ἀγγαστρώθηκε, τί μῆνα θὰ γεννάῃ Ψαρ. ᾽Εμένα ἡ μητέρα μου. ὅντας ἐστεφανώθη,ἤτανε δώδεκα χρονῶ∙ ’ς τὰ δεκατριˬὰ ᾿γγαστρώθη Μῆλ. ᾿Ανοῖχτε μου τῆς δόλιˬας καὶ τῆς ἀρφανῆς, γιατ᾿ εἶμαι ’γγαστρωμένη καὶ ’ς τὸ μῆνα μου Πελοπν. (Γορτυν.) Μιˬὰ κόρη κά’ταν ’ς τὰ ψηλά, ἦταν κιˬ ἀγγαστρωμένη καὶ κά’ταν καὶ λογάριˬαζε τοὺς μῆνες ἡ καῃˬμένη Θράκ. (Αἶν.) Μετοχ. ἡ ἔγκυος, ἡ κυοφοροῦσα (ἐπὶ γυναικῶν καὶ θηλέων ζῴων) κοιν. καὶ Καλαβρ. (Καρδ.) Καππ. (᾿Ανακ. ᾿Αραβάν. Γούρτον Σίλ Τελμ.) Πόντ. (Ἴμερ. ’Ινέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Κάνει σὰ ᾽γγαστρωμένη∙ ὅ,τι τῆς μυρίσῃ, τὸ θέλει ἀμέσως κοιν. Μὴ σ᾽ ἀκού’ κανιˬὰ ᾽γγαστρουμέ’ κὶ ’πουρρί’ κοιν. βορ. ἰδιωμ. Γυναῖκα γαστρωμένη Κρῆτ. Πελοπν. (Καρδαμ. Λεῦκτρ. κ.ἀ.) Κάττα γαστρωμέντσα Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) Αἶγα ᾽γγραστουμένη Καλαβρ. (Καρδ.) Τηναρὶ ἁ ᾿γγαστρωμένα μεγάλα φούα ’ν’ ἔχα (ἐκείνη ἡ ἔγκυος ἔχει μεγάλη κοιλιά) Τσακων. (Χαβουτσ.) Ναῖκα καστρωμένο Καππ. (᾿Ανακ. ’Αραβάν.) || Φρ. Κίνησε ’γγαστρωμένη (εὑρίσκεται εἰς τὸ πρῶτον στάδιον τῆς ἐγκυμοσύνης) σύνηθ. Ὅνdις κί’σα ’γγαστρουμέ’ς τοὺ Μῆτρου μ’, ἔχασα τοὺν ἄντρα μ’ Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.) Δὲν πέρασι κιρὸς κὶ κί’σι ἀγγαστρουμέ’ ἡ βασί’σσα (ἐκ παραμυθ.) Μακεδ. (Κοζ. κ.ἀ) || Παροιμ. φρ. Καιρὸς γιˬὰ ᾿γγαστρωμένες (ἐπὶ νηνεμίας) Ἤπ. κ.ἀ. Τσῆ ἀγγαστρωμένης τὸ ’ρθούνι εἶναι πάντα ἀνοιχτὸ (ἐπὶ τῆς ὀξύτητος καὶ τῆς ἰδιοτροπίας, ἣν παρουσιάζει ἡ ὄσφρησις τῆς ἐγκύου) Θῆρ. Κάνει σὰ ’γγαστρουμένος (ἐπὶ τοῦ ἔχοντος παραλόγους ὀρέξεις) Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. || Παροιμ. Ὅλα τοῦ γάμου δύσκολα κ’ ἡ νύφη ᾿γγαστρωμένη (ἐπὶ συρροῆς, ἀντιξοοτήτων) κοιν. Οὕλα τοῦ γάμου ἀνάποδα κ᾽ ἡ νύφ’ ἀγγαστρουμέ’ (συνών. τῆ προηγ.) Ἤπ. Θεσσ. κ.ἀ. Ντράπου, ντράπου ἡ κόρη μας, βρέθηκε ᾽γγαστρωμένη (ἐπὶ τῶν δυσαρέστων συνεπειῶν τῆς ὑπερβολικῆς ἀνεκτικότητος) Πελοπν. (Ἦλ. κ.ἀ.) || Αἰνίγμ. Γουρουνίτσα ᾽γγαστρωμένη σὲ σπηλίτσα πάει καὶ μπαίνει (τὸ κουτάλι τοῦ φαγητοῦ) Πελοπν. (Κοπανάκ.) Ζαχαρούλα ἀγγαστρουμέ’ πιˬά’ τοὺ dοῖχου τ’ ἀνιβαί’ (ὁ χορτᾶτος κοριˬὸς) Λέσβ. || Ἄσμ. Ἔ! γυναῖκες παdρεμένες, λιγερὲς κι ἀγγαστρωμένες. τ᾽ εἴγδετε κ’ ἐγελάσετε καὶ τόσο ἐθαυμάσετε; Κεφαλλ. Ἔχει χιλιˬάδις πρόβατα κὶ σκύλλα ’γγαστρουμένη∙ ἔχει κ’ ἕνα παλιˬάλουγου κὶ ’κείνου ψουριˬασμένου Θρᾴκ. (Σουφλ.) Πο͜ιὸς εἶδε ψύλλο ᾿ς τὸ βουνὸ σανίδιˬα φορτωμένο; πο͜ιὸς εἶδε θηλυκὸ παππᾶ καὶ διˬάκο ’γγαστρωμένο; Αἴγιν. Πο͜ιὸς εἶδε θηλυκὸ παππᾶ κὶ διˬάκου ἀγγαστρουμένου; πο͜ιὸς εἶδι κὶ τοὺ ’γούμενου τρίου ’μιροῦ λιχώνα; Ἤπ. (᾿Ιωάνν.κ.ἀ.) Πκο͜ιὸς εἶδεμ-πκο͜ιὸς τὸ μαρτυρᾷ παππᾶν ἀγγαστρωμένον; καλόηρογ-κατάβαρον ταὶ χότζαγ-γεννημένον; Κύπρ. 2) Συνεκδ. α) ’Ερεθίζομαι, διεγείρομαι καθ’ ὑπερβολὴν κατά τινος (ἐκ τῶν διαβολῶν ἤ ψευδολογιῶν τρίτου) Μακεδ. (Σισάν. κ.ἀ.) Δὲν ἀγγαστρώνουντι μόνο οἱ ᾿ναῖκις, ἀγγαστρώνουντι κ’ οἱ ἄντρις Σισάν. Β) Ὑποφέρω, φέρω τὸ βάρος χρονίου νοσήματος ἢ ἀσιγάστου θλίψεως Κύπρ.: Μαράζιν ἀγγαστρώθηκα πκιˬόν. 3) Μεταφ. α) ’Επί δημητριακῶν καὶ φυτῶν ἐν γένει, εὑρίσκομαι εἰς τὸ πρὸ τῆς ἀνθοφορίας στάδιον, ὅτε οἱ κάλυκες παρουσιάζονται ἐμφανῶς διωγκωμένοι, ἢ εἰς τὸ πρὸ τῆς βλαστήσεως στάδιον, ὅτε οἱ ὀφθαλμοὶ ἐμφανίζονται διωγκωμένοι πολλαχ.: Ἐγγαστρώθηκε τὸ στάρι μου μιˬὰ χαρὰ (δηλ. εἶναι ἕτοιμον νά ξεσταχυˬάσῃ) Ζάκ. (Κερ.) Δὲ ᾿γγαστρώθ’καν ’κόμα τὰ σπαρτά, τὰ πέθανι αὐτεί’ ἡ ξέρα Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Τὸ στάρι κοντεύει νὰ ’γγαστρωθῇ Πέλοπν. (Αἰγιάλ. κ.ἀ.) Εἶναι γαστρωμένα τὰ γεννήματα, σὲ κἀναδυˬὸ ’βδομάδες θὰ ξεσταχυˬάσουν Πελοπν. (Καρδαμ. Λεῦκτρ. Σαηδόν. κ.ἀ.) Οἱ ἐλιˬὲς εἶναι γαστρωμένες (θὰ ἀνθίσουν δηλ ἐντὸς ὀλίγου) αὐτόθ. Τώρα ’γγαστρώνιτι τοὺ στάρ’ Τένεδ. Εὐτὸ τὸ κλαδὶ εἶναι ’γγαστρωμένο ἀπὸ τὴ μάννα dου καὶ θὰ κάμῃ λουλούδιˬα Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Ἄν εἶναι γαστρωμένο τὸ κλῆμα, θὰ κάμῃ σταφύλιˬα Νάξ. (Γλυνᾶδ.) Τ᾿ ἀμπέλιˬα εἶναι ᾿γγαστρωμένα Θράκ. (Μυριόφ.) ᾿Αγγαστρωθῆκαν γλήορα οἱ κινάρες μου (πρόκειται δηλ. ν’ ἀνοίξουν ἐντὸς ὀλίγου) Κύπρ. β) ’Επὶ τοίχων, παρουσιάζω διόγκωσιν ἐκ χαλαρῶσεως τῶν οἰκοδομικῶν ὑλικῶν, εἶμαι ἑτοιμόρροπος πολλαχ.: Ὁ τοῖχος τοῦ σπιτιˬοῦ μας εἶναι ᾽γγαστρωμένος καὶ θὰ πέσῃ καμμιˬὰ ὥρα Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.) Ὁ τοῖχος ἔναι ᾿γγαστρουμένος, θὰ χαλάσῃ ἅμα πατήσῃς ἀπάνου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ὁ τοῖχος εἶναι ’γγαστρωμένος, πρόσεξε νὰ μὴμ bέσῃ Ρόδ Σίφν κ.ἀ. Οὑ ἕνας τοῖχους τ’ σπιτιˬοῦ ᾿γγαστρώθ’κι πουλὺ κὶ δὲ μ’ ἀρέ’ Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.) Αὐτὸς οὑ τοῖχους ἀγγαστρώθ’κιν κὶ δὲν ξέρου πότι θὰ γιννήσ’ Μακεδ. (Βογατσ. κ.ἀ.) Τὸ σπίτι ἔχει φόον, γιˬατ’ εἶναι οἱ τοῖοι του ἀγγαστρωμένοι Κύπρ. γ) ’Επὶ καιροῦ, φέρω σύννεφα πλήρη βροχῆς, προοιωνίζομαι βροχὴν Μύκ. κ.ἀ.: Ὁ τσαιρὸς εἶναι ᾿γγαστρωμένος∙ θὰ βρέξῃ Μύκ. Γ) Μέσ. 1) Κυοφοροῦμαι, ἐγκυμονοῦμαι Θήρ. Κύπρ. Πόντ. (’Ινέπ.): Παροιμ. Τὸ κρῖμαν ἀγγαστρώνεται, μετὰ καιρὸ γεννε͜ιέται (τὸ ἔγκλημα ἢ ἄλλη κακὴ πρᾶξις ἐγκυμονεῖται πολὺ πρὸ τῆς ἐκτελέσεως) Θήρ. Τὸ κρῖμα ἀγγαστρώνεται ταὶ μὲ ταιρὸν γεννε͜ιέται (ὁμοία τῇ προηγ.) Κύπρ.|| Αἴνιγμ. ’Σ σὸ βουνὸ ἀγγαστρώθηκα, ’ς σὸ βουνὸ ἐγεννήθηκα | μαῦρος ᾽Αράπης γένηκα, ’ς σὴν θάλασσαν κατέβηκα (τὸ ξύλινον σκάφος) Πόντ. (’Ινέπ.) 2) ’Επὶ οὔλων νηπίου, ἐξοιδαίνομαι, πρήσκομαι Κύπρ.: ’Αγγαστρώθηκαν τὰ οὔλη του κ’ ἔν᾿ νὰ βκάλῃ δόγκιˬα. 3) ’Ορέγομαι, ἐπιθυμῶ πολὺ καὶ διαρκῶς τι (φαγητόν, κλπ.) Κύπρ.: ᾿Αγγαστρώθηκέν το ἡ καρκιˬά μου τὸ ρέσιν (ρέσιν=γαμήλιον φαγητὸν ἐκ χόνδρων σίτου καὶ κρέατος ἢ γάλακτος). Ἡ μετοχ. καὶ ὡς παρων. (ἐπὶ λίαν προγάστορος) ’Αθῆν. Κεφαλλ. Κρήτ. (Βιάνν.) κ.ἀ. καὶ ὡς τοπων. Κύπρ. Στερελλ. (Παρνασσ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/