ἀρbουρέττο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρbουρέττο
Τύπος
Παραλλαγή
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρbουρέττο τό, πολλαχ. ἀρbορέττο ΛΠαλάσκ. ᾽Ονοματολόγ. 22 -Λεξ. Βλαστ. Μ. ᾽Εγκυκλ. Δημητρ. ἀρπορέττο Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. (λ. ἀρμπουρέτο) ἀρμουρέττο Κεφαλλ. ἀλbουρέττο Σαλαμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ιταλ. arboretto=δενδρύλλιον.
Σημασιολογία
1) Μικρὸς ἱστὸς πλοίου Κεφαλλ. 2) Τὸ ἀκρότατον μέρος τοῦ ἱστοῦ, στηλὶς πολλαχ. 3) Μικρὰ ἀποθήκη στερεῶς καρφωμένη εἰς τὸ ὕψωμα τῶν οἰκιῶν καὶ κλειομένη διὰ θυρίδος Μεγίστ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA