ἀρbουρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρbουρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρbουρίζω Ἄνδρ. Ζάκ. Κεφαλλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Παξ. Σίφν. -Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. Δημητρ. ἀρbορίζω ΛΠαλάσκ. ’Ονοματολόγ. 29 καὶ 41 -Λεξ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. Δημητρ. ἀλbουρίζω Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Λούπιδ.) Μεγίστ. Ναύστ. Πελοπν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄρbουρο.
Σημασιολογία
Α) Μετβ. 1) Θέτω ἱστοὺς εἰς πλοῖον, ἱστοθετῶ Ναύστ. -ΛΠαλάσκ. ἔνθ᾽ ἀν. 29 -Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Βλαστ. Δημητρ. 2) Ὑψώνω, ἀναπεταννύω τι ἐπὶ τοῦ ἱστοῦ πλοίου, οἷον σημαίαν Κεφαλλ. Παξ. κ.ἀ. ᾎσμ. Ἡ Θοδωρέλλα ἀρbούριζε κόκκινο παεράκι (πλέουσα εἶχεν ἀναπεπταμένην καὶ κυματίζουσαν ἐρυθρὰν σημαίαν) Παξ. 3) Ὀρθώνω, ὑψώνω, ἐπὶ κώπης ΛΠαλάσκ. ἔνθ’ ἀν. 41. -Λεξ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ.: Ἀρbορίζω τὰ κουπιˬὰ. 4) Ὑψώνω, ἐκτείνω τὴν χεῖρα κατά τινος ἀπειλητικῶς Ζάκ. 5) Προσβάλλω, κτυπῶ, ἐπὶ ἀνέμου Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ.: Ὅλη νύχτα μ᾽ ἐρbούριζεν ἀέρας ἐκεῖ μέσα ᾿ς τὸ ρημάδι (δηλ. τὸ σπίτι) ᾽Απύρανθ. Δὲ dὸνε νο͜ιώθεις τὸν ἀέρα ποῦ τὴν ἀρbουρίζει τὴ ράχι σου; αὐτόθ. ᾽Ερbούρισέ σας ἀέρας καλά! αὐτόθ. Ἡ τρίχα dου ᾽ναι σηκωμένη, ἀέρας τὸν ἔχει ἀρbουρισμένο (ἔχει ἠνωρθωμένας τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς ἕνεκα τοῦ ἀνέμου) αὐτόθ. Β) Ἀμτβ. 1) Κινοῦμαι, κυματίζω ὑψηλὰ εἰς τὸν ἄνεμον, ἐπὶ σημαίας Ἄνδρ. Ζάκ. Σίφν. κ.ἀ. β) Ἀνακινοῦμαι, ἀνακυκῶμαι Πελοπν.: Ἀλbουρίζουν τ᾿ ἄντερά μου. 2) Πίπτω, καταπίπτω Θρᾴκ. (Λούπιδ.) Μεγίστ κ.ἀ.: Ἀλbούρ᾿σαν κάτ’ (ἔπεσαν κάτω) Λούπιδ. Νὰ μὴν ἀλbουρίσῃ τὸ μωρὸν ἀποὺ τὸ κιˬόσκι! (ἀπὸ τὸν ἐξώστην) Μεγίστ. 3) Παρακάμπτω ἀκρωτήριον, βουνόν, λόφον κττ. Μεγίστ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA