βορεινάδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βορεινάδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βορεινάδι τό, ἀμάρτ. βουρ’νάδ’ Μακεδ. (Μελέν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βορεινὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδι.

Σημασιολογία

1) Τόπος ἐστραμμένος πρὸς βορρᾶν. Πβ. βορεινάδα. 2) Συνεκδ. τόπος ἀνήλιος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/