γδάρμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γδάρμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γδάρμα τό, Θράκ. (’Αδριανούπ. Αἶν. κ.ἀ.) Κρήτ. Μύκ. Σύμ - Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. Βλαστ Δημητρ. γδάρμαν Κύπρ. χτάρμαν Κύπρ. ἔγδαρμα( ν ) Πόντ. (Οἰν. Σούρμ.) ἔγδαρμαν Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.) ντεῖρμα Τσακων. (Πραστ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ θέμ. τοῦ ἀορ. ἔγδαρα τοῦ ρ. γδέρνω, παρ’ ὃ καὶ ἐγδέρω καὶ χτέρω καὶ ντείρω.Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Γδάρσιμο 1, ὃ ἰδ. ἔνθ’ ἀν.: Θέλει γδάρμα τ’ ἀρνὶ Μύκ. ᾽Εκρεμάσανε τὸ χοῖρο κιˬ ἀρχίξανε τὸ γδάρμα Κρήτ. Τσὶ ντεῖρμα ’ν’ ἔγκι! ὅλιˬου ραΐλε ’ ἐμποίτσερε τὸ τομάι (τί γδάρσιμο εἶν᾿ αὐτό! ὅλο τρῦπες τὸ ἔκαμες τὸ τομάρι) Τσακων. (Πραστ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. γδάρσιμο 1. 2) Ἐπὶ ἀρᾶς πρὸς κτήνη, τὸ οἱονεὶ ἄξιον νά ἐκδαρῆ Θράκ. (’Αδριανούπ. Αἶν.) Συνών. γδαρίμι. γδαρμός 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA