βορεινὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βορεινὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βορεινὸς ἐπίθ. σύνηθ. βορεινὲ Τσακων. βορ’νὸς Ἀστυπ. Θρᾴκ. (Μέτρ.) Κέως Κρήτ. (καὶ βορεινὸς) Μύκ. Νάξ. Πάρ. κ.ἀ. βουρ’νὸς βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. βορεινός. Ὁ τύπ. βορ’νὸς καὶ ἐν ἐγγράφῳ Πάρου τοῦ 1733.

Σημασιολογία

Ὁ πρὸς βορρᾶν κείμενος ἢ ὁ πρὸς βορρᾶν βλέπων, βόρειος ἔνθ’ ἀν.: Βορεινὸς τόπος. Βορεινὴ μερεˬὰ-πλευρὰ-πόρτα-σκάλα κττ. Βορεινὸ παράθυρο-σπίτι κττ. σύνηθ. ᾎσμ. Παραθυράκι μου βορ’νό, δεῖξε μου τὴ gερά σου, ποῦ ᾽ναι χρυσᾶ τὰ ξύλα σου κιˬ ἀσήμι τὰ καρφιˬά σου Κρήτ. Συνών. βορε͜ιός. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βορεινὸς Εὔβ. Ρόδ. Βορεινὲ Τσακων. Βορεινὴ Κίμωλ. Ρόδ. Σίφν. Βορ’νὴ Κέως Βορ’νὲς Εὔβ. Νάξ. (Σαγκρ.) Βορεινὸ Ἀττικ. Εὔβ. (Ὄρ.) Κρήτ. (Σέλιν.) Βορ’νὸ Κρήτ. Βουρ’νὸ Στερελλ. Βορεινὰ Ἄνδρ. Κύθν. Βορ’νὰ Θήρ. Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/