ἄρbουρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄρbουρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἄρbουρο τό, σύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) ἄρbορο ΑΣακελλ. Ἐγχειρ. ἀρμενιστ. 24 καὶ 564 -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἄρπορο Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. (λ. ἄρμπουρο) ἄλbουρο Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Περίστασ.) Κρήτ. Μεγίστ. Μύκ. Ναύστ. Πειρ. Πόντ. (Οἰν.) Προπ. (Πάνορμ.) Σαλαμ. Στερελλ. (Μεσολλόγγ.) Σύμ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ. ἄλbουρου Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ἄ'λb’ρο Δαρδαν. ἄλbερο Κεφαλλ. -ΘΚουρούκλ. Εὐγεν. βαστάζ. 20 καὶ 27 ἄρβουλο Ἀπουλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Βενετ. arboro, παρ’ ὃ καὶ arboro. Τὸ ἄλbερο ἐκ τοῦ ᾽Ιταλ. arbero.

Σημασιολογία

1) Τὸ οἰκογενειακὸν δένδρον, ὁ γενεαλογικὸς πίναξ Κεφαλλ. κ.ἀ. -ΘΚουρούκλ. ἔνθ’ ἀν.: Ἔχει κλεμμένο τ᾿ ἀρχοντίκι καὶ τόσο εἶναι ἀλήθε͜ιο ποῦ δὲν ἔχει ἄλbερο’ς τὸ σπίτι του ΘΚουρούκλ. ἔνθ’ ἀν 20. || Φρ. Χρυσαλειφώνω τ᾽ ἄλbερό μου (ἀποκτῶ τίτλους εὐγενείας) ΘΚουρούκλ. ἔνθ’ ἀν. 27. Ἡ σημ. αὕτη ἐκ τῆς Ιταλ. 2) Ὁ ἱστὸς τοῦ πλοίου σύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Οἰν.): Ἄρbουρο τοῦ καραβιˬοῦ. Ἦρθ’ ἕνας ἀέρας καὶ μᾶς πῆρε ἄρμπουρα καὶ παννιˬά. Καράβι μὲ τρία ἄρbουρα σύνηθ. Ἄλbουρο πλῳρα͜ιὸ-πρυμνα͜ιὸ (τῆς πρῴρας-τῆς πρύμνης) Πειρ. || ᾌσμ. Τοῦ Χάρου τὸ βουλήθηκε παπώρι νὰ σκαριˬώσῃ καὶ βάνει γέρους για σκαριˬά, τσοὶ νεˬοὺς βάνει μαδὲριˬα, βάνει κιˬ ἀdεννοκάταρτα παλληκαριˬῶνε bράτσα, βάνει καὶ ξάρτιˬα ᾿ς τ᾿ ἄρbουρα ξανθομαλλῶν πλεξοῦδες Ἰθάκ. Πιˬάνου gιˬ ἀξαγκωνιˬάζου dον κ’ εἰς ἄρbουρο κρεμοῦ dον Κάρπ. Συνών. κατάρτι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/