γδαρμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γδαρμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γδαρμὸς ὁ, Λῆμν. Μύκ. Νάξ. (’Απύρανθ. κ.ἀ.) χταρμὸς Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ ἀορ. τοῦ ρ. γδέρνω παρ’ ὃ καὶ χτέρω.

Σημασιολογία

1) Γδάρσιμο 1, ὃ ἰδ. ἔνθ’ ἀν.: Τόσην ὥρα γδέρνω τὸ σφαχτὸ καὶ γδαρμὸ δὲν ἔχει Μύκ. ’Σ τὸ γδαρμὸ ποὺ θὰ τὸ γδάρῃς τὸ κριάς, νὰ μοῦ μηνύσῃς νά ’ρθω Νάξ. (’Απύρανθ.) Γδάρσιμο 2, ὃ ἰδ. Μύκ. Νάξ. (’Απύρανθ.): Ὤ! γδαρμὸ ποὺ μοῦ ’καμεν ὁ κακοθάνατος! ᾿Απύρανθ. Ὤ! ἕνας γδαρμὸς κ’ ἕνα χάλι ἡ μούρη σου! αὐτόθ. Παναγιˬά! ’δὲ γδαρμὸς τῶ bαπουσιˬῶ σὲ τοῦτα τὰ gρεμνά! Μύκ. 3) Γδάρμα 2, ὃ ἰδ. Λῆμν.: Π’ νὰ σ’ δώ’ οὑ γδαρμός! (ἀρὰ πρὸς κτῆνος).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/